Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύζευξις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />état d'animaux attelés au même joug ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> union par mariage;<br /><b>2</b> <i>p. ext. en parl. de ch.</i> union étroite, combinaison.<br />'''Étymologie:''' [[συζεύγνυμι]].
|btext=εως (ἡ) :<br />état d'animaux attelés au même joug ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> union par mariage;<br /><b>2</b> <i>p. ext. en parl. de ch.</i> union étroite, combinaison.<br />'''Étymologie:''' [[συζεύγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύζευξις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[ὁμοῦ]] συνεζευγμένος, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς διὰ γάμου ἑνώσεως, Πλάτ. Νόμ. 930Β, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 3, 2., 7. 16. 10. 2) ἐπὶ πραγμάτων, στενὴ [[ἕνωσις]], [[συναφή]], [[συνένωσις]], Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792, Πλάτ. Πολ. 508Α· ὁ τῆς συζ. τῆς τούτων ἀριθμός, ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] τῶν συζυγιῶν ἢ συνδυασμῶν αὐτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8· τοσαῦτ’ εἴδη... ὅσαιπερ αἱ συζ. τῶν μορίων [[αὐτόθι]] πρβλ. [[διάμετρος]], [[συνδυασμός]].
|elnltext=σύζευξις -εως, ἡ [συζεύγνυμι] verbintenis (in een huwelijk). verbinding, vereniging, koppeling.
}}
{{elru
|elrutext='''σύζευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сопряженность]], [[сочетание]], [[связь]], Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[супружество]], [[брак]] Plat., Arst.;<br /><b class="num">3)</b> мат. [[отношение]] (ἡ τοῦ Α ὅρου τῷ Γ σ. Arst.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύζευξις:''' -εως, ἡ, [[σύζευξη]], το να είναι ζεμένος [[κάποιος]] στον ίδιο [[ζυγό]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], [[ζευγάρωμα]], [[συνένωση]], [[σύζευξη]], [[ιδίως]] λέγεται για τα [[δεσμά]] του γάμου, σε Πλάτ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, [[στενή]] [[σύνδεση]], [[συνδυασμός]], [[συζυγία]], στον ίδ.
|lsmtext='''σύζευξις:''' -εως, ἡ, [[σύζευξη]], το να είναι ζεμένος [[κάποιος]] στον ίδιο [[ζυγό]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], [[ζευγάρωμα]], [[συνένωση]], [[σύζευξη]], [[ιδίως]] λέγεται για τα [[δεσμά]] του γάμου, σε Πλάτ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, [[στενή]] [[σύνδεση]], [[συνδυασμός]], [[συζυγία]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύζευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сопряженность]], [[сочетание]], [[связь]], Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[супружество]], [[брак]] Plat., Arst.;<br /><b class="num">3)</b> мат. [[отношение]] (ἡ τοῦ Α ὅρου τῷ Γ σ. Arst.).
|lstext='''σύζευξις''': -εως, , τὸ νὰ εἶναί τις [[ὁμοῦ]] συνεζευγμένος, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς διὰ γάμου ἑνώσεως, Πλάτ. Νόμ. 930Β, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 3, 2., 7. 16. 10. 2) ἐπὶ πραγμάτων, στενὴ [[ἕνωσις]], [[συναφή]], [[συνένωσις]], Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792, Πλάτ. Πολ. 508Α· ὁ τῆς συζ. τῆς τούτων ἀριθμός, ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] τῶν συζυγιῶν ἢ συνδυασμῶν αὐτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8· τοσαῦτ’ εἴδη... ὅσαιπερ αἱ συζ. τῶν μορίων [[αὐτόθι]] πρβλ. [[διάμετρος]], [[συνδυασμός]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύζευξις -εως, [συζεύγνυμι] verbintenis (in een huwelijk). verbinding, vereniging, koppeling.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj