Anonymous

σχινοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui a la tête grosse et allongée <i>(comme un oignon marin)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σχῖνος]], [[κεφαλή]].
|btext=ος, ον :<br />qui a la tête grosse et allongée <i>(comme un oignon marin)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σχῖνος]], [[κεφαλή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σχῑνοκέφᾰλος''': -ον, ([[σχοῖνος]] ΙΙ) ὁ ἔχων κεφαλὴν σχήματος σκίλλης δηλ. κεφαλὴν προμήκη καὶ ἀσύμμετρον, ἐπίθετον τοῦ Περικλέους, ὁ [[σχινοκέφαλος]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁδὶ προσέρχεται ὁ Περικλέης Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 1· «οἱ δ’ Ἀττικοὶ ποιηταὶ σχινοκέφαλον αὐτὸν ἐκάλουν τὴν γὰρ σκίλλαν ἔστιν ὅτε σχῖνον καλοῦσι» Πλουτ. Περικλ. 3 καὶ 13. Πολυδ. Β΄, 42.
|elnltext=σχῑνοκέφαλος -ον [σχῖνος, κεφαλή] [[met uienhoofd]] (van Pericles). Plut. Per. 3.4.
}}
{{elru
|elrutext='''σχῑνοκέφᾰλος:''' [[с головой в форме морской луковицы]], т. е. остроконечной (прозвище Перикла) Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σχῑνοκέφᾰλος:''' -ον ([[σχῖνος]] II), αυτός που το [[κεφάλι]] του έχει [[σχήμα]] σκυλοκρέμμυδου, δηλ. είναι μακρουλό και ασύμμετρο, επίθ. του Περικλή, σε Πλούτ.
|lsmtext='''σχῑνοκέφᾰλος:''' -ον ([[σχῖνος]] II), αυτός που το [[κεφάλι]] του έχει [[σχήμα]] σκυλοκρέμμυδου, δηλ. είναι μακρουλό και ασύμμετρο, επίθ. του Περικλή, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σχῑνοκέφᾰλος:''' [[с головой в форме морской луковицы]], т. е. остроконечной (прозвище Перикла) Plut.
|lstext='''σχῑνοκέφᾰλος''': -ον, ([[σχοῖνος]] ΙΙ) ὁ ἔχων κεφαλὴν σχήματος σκίλλης δηλ. κεφαλὴν προμήκη καὶ ἀσύμμετρον, ἐπίθετον τοῦ Περικλέους, ὁ [[σχινοκέφαλος]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁδὶ προσέρχεται ὁ Περικλέης Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 1· «οἱ δ’ Ἀττικοὶ ποιηταὶ σχινοκέφαλον αὐτὸν ἐκάλουν τὴν γὰρ σκίλλαν ἔστιν ὅτε σχῖνον καλοῦσι» Πλουτ. Περικλ. 3 καὶ 13. Πολυδ. Β΄, 42.
}}
{{elnl
|elnltext=σχῑνοκέφαλος -ον [σχῖνος, κεφαλή] [[met uienhoofd]] (van Pericles). Plut. Per. 3.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σχῑνοκέφᾰλος, σχῑνοκέφᾰλον ([[σχῖνος]] II), with a [[squill]]-[[shape]]d (i. e. [[peak]]ed) [[head]], [[epithet]] of [[Pericles]], Plut.
|mdlsjtxt=σχῑνοκέφᾰλος, σχῑνοκέφᾰλον ([[σχῖνος]] II), with a [[squill]]-[[shape]]d (i. e. [[peak]]ed) [[head]], [[epithet]] of [[Pericles]], Plut.
}}
}}