Anonymous

σχεδιάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=agir à la hâte, à la légère, d'une manière superficielle ; <i>particul. en parl. de la parole</i> improviser, inventer des histoires.<br />'''Étymologie:''' [[σχέδιος]].
|btext=agir à la hâte, à la légère, d'une manière superficielle ; <i>particul. en parl. de la parole</i> improviser, inventer des histoires.<br />'''Étymologie:''' [[σχέδιος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σχεδιάζω''': μέλλ. -άσω, [[πράττω]] τι προχείρως, ἐκ τοῦ προχείρου, κατὰ τῆν ἔμπνευσιν καὶ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς παρούσης στιγμῆς, σχεδιάζοντα λέγειν ὅ τι ἂν τύχῃ Πλάτ. Σίσυφ. 387Ε· ἀπολ., ὁμιλῶ ἐκ τοῦ προχείρου, λαβὼν τὸ [[μελετητήριον]] εἶτ’ ἐσχεδίασε δριμέως Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, 3, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 1, 11· [[ἐξευρίσκω]] διηγήματα, [[ἴσως]]... σχεδιάζειν ὑπολήψονταί με Διον. Ἁλ. 1. 7, Διόδ. 1. 23. 2) παραμελῶ, ἀδιαφορῶ, τοῖς κοινοῖς πράγμασι, ἐν τῇ διοικήσει τῶν κοινῶν, Πολύβ. 23. 9, 12· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 12. 4, 4· ἔν τινι Διόδ. 13. 31· [[πρός]] τι Ἑβδομ. (Βαροὺχ Α΄, 19). ― Πρβλ. [[αὐτοσχεδιάζω]].
|elnltext=σχεδιάζω [σχέδον] improviseren.
}}
{{elru
|elrutext='''σχεδιάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> действовать наспех, т. е. быть беззаботным, беспечным или небрежным (τινί и [[ὑπέρ]] τινος Polyb. или ἔν τινι Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[говорить наобум]] Plat., Diod.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σχεδιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[σχέδιος]]), κάνω, [[εκτελώ]] [[κάτι]] [[πρόχειρα]], ανάλογα με το τι απαιτούν οι περιστάσεις, [[αυτοσχεδιάζω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σχεδιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[σχέδιος]]), κάνω, [[εκτελώ]] [[κάτι]] [[πρόχειρα]], ανάλογα με το τι απαιτούν οι περιστάσεις, [[αυτοσχεδιάζω]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σχεδιάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> действовать наспех, т. е. быть беззаботным, беспечным или небрежным (τινί и [[ὑπέρ]] τινος Polyb. или ἔν τινι Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[говорить наобум]] Plat., Diod.
|lstext='''σχεδιάζω''': μέλλ. -άσω, [[πράττω]] τι προχείρως, ἐκ τοῦ προχείρου, κατὰ τῆν ἔμπνευσιν καὶ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς παρούσης στιγμῆς, σχεδιάζοντα λέγειν ὅ τι ἂν τύχῃ Πλάτ. Σίσυφ. 387Ε· ἀπολ., ὁμιλῶ ἐκ τοῦ προχείρου, λαβὼν τὸ [[μελετητήριον]] εἶτ’ ἐσχεδίασε δριμέως Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, 3, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 1, 11· [[ἐξευρίσκω]] διηγήματα, [[ἴσως]]... σχεδιάζειν ὑπολήψονταί με Διον. Ἁλ. 1. 7, Διόδ. 1. 23. 2) παραμελῶ, ἀδιαφορῶ, τοῖς κοινοῖς πράγμασι, ἐν τῇ διοικήσει τῶν κοινῶν, Πολύβ. 23. 9, 12· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 12. 4, 4· ἔν τινι Διόδ. 13. 31· [[πρός]] τι Ἑβδομ. (Βαροὺχ Α΄, 19). ― Πρβλ. [[αὐτοσχεδιάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σχεδιάζω [σχέδον] improviseren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σχεδιάζω]], fut. -άσω [[σχέδιος]]<br />to do a [[thing]] off-[[hand]], Plat.
|mdlsjtxt=[[σχεδιάζω]], fut. -άσω [[σχέδιος]]<br />to do a [[thing]] off-[[hand]], Plat.
}}
}}