Anonymous

τριέτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ης, ες:<br />qui dure trois ans <i>ou</i> depuis trois ans ; <i>adv.</i> • [[τρίετες]] pendant trois ans, depuis trois ans.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ἔτος]].
|btext=ης, ες:<br />qui dure trois ans <i>ou</i> depuis trois ans ; <i>adv.</i> • [[τρίετες]] pendant trois ans, depuis trois ans.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τριέτης''': -ες, ἢ τριετής, ές, ὁ, ὁ τριῶν ἐτῶν, χρόνον τριέτεα Ἡρόδ. 1. 199· πλέον ἢ τρ. ἐγένευ φίλος Θεόκρ. 29. 17· τρ. [[προθεσμία]] Πλάτ. Νόμ. 954D ([[αὐτόθι]] 793D, τρί’ ἔτη διορθοῦται)· - τρίετες ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ [[τρία]] ἔτη, Ὀδ. Β. 106, Ν. 377. 2) ὁ ἔχων ἡλικίαν τριῶν ἐτῶν, [[ἵππος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 16· τριετές, τό, ἡ [[ἡλικία]] τῶν τριῶν ἐτῶν, ἀπὸ τριετοῦς [[μέχρι]] τῶν ἓξ ἐτῶν Πλάτ. Νόμ. 794Α, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 12. ΙΙ. κατὰ πᾶν τρίτον [[ἔτος]], Ὀρφ. Ὕμν. 53. 5.
|elnltext=τριέτης -ες [τρι -, ἔτος] drie jaar durend. drie jaar oud.
}}
{{elru
|elrutext='''τριέτης:''' и [[τρι-]]ετής 2 трехлетний ([[χρόνος]] Her.); трехгодовалый ([[ἵππος]] Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τριέτης:''' -ου ή [[τρι-]]ετής, -ές, ὁ ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] τριων ετών, σε Ηρόδ., Θεόκρ.· ουδ. <i>τριέτες</i> ως επίρρ., για [[τρία]] χρόνια, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''τριέτης:''' -ου ή [[τρι-]]ετής, -ές, ὁ ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] τριων ετών, σε Ηρόδ., Θεόκρ.· ουδ. <i>τριέτες</i> ως επίρρ., για [[τρία]] χρόνια, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τριέτης:''' и [[τρι-]]ετής 2 трехлетний ([[χρόνος]] Her.); трехгодовалый ([[ἵππος]] Arst.).
|lstext='''τριέτης''': -ες, ἢ τριετής, ές, ὁ, ὁ τριῶν ἐτῶν, χρόνον τριέτεα Ἡρόδ. 1. 199· πλέον ἢ τρ. ἐγένευ φίλος Θεόκρ. 29. 17· τρ. [[προθεσμία]] Πλάτ. Νόμ. 954D ([[αὐτόθι]] 793D, τρί’ ἔτη διορθοῦται)· - τρίετες ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ [[τρία]] ἔτη, Ὀδ. Β. 106, Ν. 377. 2) ὁ ἔχων ἡλικίαν τριῶν ἐτῶν, [[ἵππος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 16· τριετές, τό, ἡ [[ἡλικία]] τῶν τριῶν ἐτῶν, ἀπὸ τριετοῦς [[μέχρι]] τῶν ἓξ ἐτῶν Πλάτ. Νόμ. 794Α, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 12. ΙΙ. κατὰ πᾶν τρίτον [[ἔτος]], Ὀρφ. Ὕμν. 53. 5.
}}
{{elnl
|elnltext=τριέτης -ες [τρι -, ἔτος] drie jaar durend. drie jaar oud.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρι-]]έτης, ου, [[ἔτος]]<br />of or for [[three]] years, Hdt., Theocr.: netut. τριέτες as adv. for [[three]] years, Od.
|mdlsjtxt=[[τρι-]]έτης, ου, [[ἔτος]]<br />of or for [[three]] years, Hdt., Theocr.: netut. τριέτες as adv. for [[three]] years, Od.
}}
}}