3,274,313
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=<i>f.</i> συνεπιστήσω, <i>ao.</i> συνεπέστησα, <i>etc.</i><br /><i>intr. à l'ao.2</i> συνεπέστην <i>et au pf.</i> συνεφέστηκα;<br />être ensemble <i>ou</i> en même temps préposé à.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐφίστημι]]. | |btext=<i>f.</i> συνεπιστήσω, <i>ao.</i> συνεπέστησα, <i>etc.</i><br /><i>intr. à l'ao.2</i> συνεπέστην <i>et au pf.</i> συνεφέστηκα;<br />être ensemble <i>ou</i> en même temps préposé à.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐφίστημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συν-εφίστημι, Att. ook ξυνεφίστημι, alleen med.-pass. intrans. ( praes. en fut. med., stamaor., perf. ) mede aan het hoofd komen te staan; perf. mede aan het hoofd staan, mede toezichthouder zijn. Thuc. 2.75.3. mede zich tegen iem. keren, met κατά + gen.. NT Act. Ap. 16.22. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεφίστημι:''' и [[συνεφιστάνω]] (fut. συνεπιστήσω, aor. συνεπέστησα)<br /><b class="num">1)</b> [[выставлять вперед]], [[выдвигать в дозор]] (τοὺς ἱππεῖς Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[делать настороженным]], [[бдительным]], [[внимательным]] (τινα Polyb.): σ. τινα ἐπί τι и περί τινος Polyb. привлекать чье-л. внимание к чему-л.;<br /><b class="num">3)</b> (sc. ἑαυτόν или τὸν [[νοῦν]]) останавливать свое внимание (τινι, ἐπί τι или τι Polyb.): συνεπιστῆσαι τὸ παρακείμενον Polyb. направлять свое внимание на ближайшее;<br /><b class="num">4)</b> med.-pass. [[быть поставленным]] (стоять) во главе: οἱ ξυνεφεστῶτες Thuc. предводители, начальники;<br /><b class="num">5)</b> [[восставать]] ([[κατά]] τινος NT). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''συνεφίστημι:''' μέλ. <i>-επιστήσω</i>, αόρ. αʹ <i>-επέστησα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] μαζί κάποιους ως φρουρούς ή φύλακες, [[καθιστώ]] κάποιον προσεκτικό, [[εφιστώ]] την [[προσοχή]] του, σε Πολύβ.· [[κατόπιν]] (ενν. τὸν [[νοῦν]]), [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου, [[παρατηρώ]] από κοινού με κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., <i>συνεφίστᾰμαι</i>, με Ενεργ. αόρ. βʹ, [[επιβλέπω]], [[επιστατώ]] [[κάτι]] μαζί ή από κοινού με άλλον, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> εγείρομαι από κοινού, κατά τινος, [[εναντίον]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συνεφίστημι:''' μέλ. <i>-επιστήσω</i>, αόρ. αʹ <i>-επέστησα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] μαζί κάποιους ως φρουρούς ή φύλακες, [[καθιστώ]] κάποιον προσεκτικό, [[εφιστώ]] την [[προσοχή]] του, σε Πολύβ.· [[κατόπιν]] (ενν. τὸν [[νοῦν]]), [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου, [[παρατηρώ]] από κοινού με κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., <i>συνεφίστᾰμαι</i>, με Ενεργ. αόρ. βʹ, [[επιβλέπω]], [[επιστατώ]] [[κάτι]] μαζί ή από κοινού με άλλον, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> εγείρομαι από κοινού, κατά τινος, [[εναντίον]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνεφίστημι''': καὶ -ιστάνω (Πολύβ.)· μέλλ. -επιστήσω· ἀόρ. -επέστησα. Ἐφίστημι, βάλλω ἢ τοποθετῶ ὡς φρουροὺς ἢ φύλακας, τοὺς ἱππεῖς Διόδ. 17. 84· μεταφορ., ποιῶ τινα προσεκτικὸν εἴς τι, ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν [[αὐτοῦ]] εἴς τι, τοὺς ἀναγινώσκοντας Πολύβ. 10. 41, 6· τινὰ ἐπί τι 11. 19, 2· [[περί]] τινος 3. 59, 6. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ τὸν νοῦν), [[προσέχω]], παρατηρῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐπί τι 3. 9, 4· τινὶ 9. 2, 7, πρβλ. 4. 40, 10, κτλ. ΙΙ. Παθητ., συνεφίστᾰμαι, μετ’ ἀορ. βϳ ἐνεργ., ἐπιστατῶ, [[ἐπιβλέπω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Θουκ. 2. 75. 2) ἐγείρομαι [[ὁμοῦ]], τινι, μετά τινος, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. ἐν τῷ προοιμ., Γρηγ. Νύσσ.· κατά τινος, [[ἐναντίον]] τινός, Πράξ. Ἀποστ. ιςϳ, 22. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |