συνεφίστημι
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
and συνεφιστάνω (Plb.7.13.2): aor. 1
A συνεπέστησα Demad.57:—set as watchers or set as guards, τοὺς ἱππεῖς D.S.17.84: metaph., set on the watch, make attentive, τοὺς ἀναγινώσκοντας Plb.10.41.6; τινὰ ἐπὶ τὰς μάχας Id.11.19.2; τοὺς φιλοπευστοῦντας περί τινων Id.3.59.6.
2 seemingly intr. (sc. τὸν νοῦν), attend to, observe along with, ἐπὶ τὰ λεγόμενα Id.3.9.4; τοῖς ὑπομνήμασι Id.9.2.7, cf. 4.40.10, etc.; dub. l. in Vett.Val.241.15.
II Pass. συνεφίσταμαι, with aor. 2 Act., stand over, superintend along with or superintend together, Th.2.75.
2 rise together, κατά τινων against them, Act.Ap.16.22.
3 occur together, τινι with.., Dsc. Ther.Praef., v.l. for συνυφ- in Porph.Sent.27.
French (Bailly abrégé)
f. συνεπιστήσω, ao. συνεπέστησα, etc.
intr. à l'ao.2 συνεπέστην et au pf. συνεφέστηκα;
être ensemble ou en même temps préposé à;
NT: Moy. intr. συνεφίσταμαι, se soulever.
Étymologie: σύν, ἐφίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εφίστημι, Att. ook ξυνεφίστημι, alleen med.-pass. intrans. (praes. en fut. med., stamaor., perf.) mede aan het hoofd komen te staan; perf. mede aan het hoofd staan, mede toezichthouder zijn. Thuc. 2.75.3. mede zich tegen iem. keren, met κατά + gen.. NT Act. Ap. 16.22.
German (Pape)
mit daran oder darüber stellen; übertragen, sc. τὴν ψυχήν, mit darauf aufmerksam machen, συνεπιστήσας αὐτὸν ἐπὶ τοῦτο, Pol. 11.19.2, vgl. 3.59.6; auch intr., mit darauf merken, συνεπιστῆσαι τὸ παρακείμενον, auf das Vorliegende, 2.58.13; καταφανές ἐστι τοῖς βραχέα συνεπιστήσασιν, 4.40.10, wobei man ἑαυτόν ergänzt;
Med. und intr. tempp. des act. = dabeistehen und die Aufsicht führen, οἱ ξεναγοὶ ἑκάστης πόλεως ξυνεφεστῶτες ἠνάγκαζον ἐς τὸ ἔργον, Thuc. 2.75.
Russian (Dvoretsky)
συνεφίστημι: и συνεφιστάνω (fut. συνεπιστήσω, aor. συνεπέστησα)
1 выставлять вперед, выдвигать в дозор (τοὺς ἱππεῖς Diod.);
2 делать настороженным, бдительным, внимательным (τινα Polyb.): σ. τινα ἐπί τι и περί τινος Polyb. привлекать чье-л. внимание к чему-л.;
3 (sc. ἑαυτόν или τὸν νοῦν) останавливать свое внимание (τινι, ἐπί τι или τι Polyb.): συνεπιστῆσαι τὸ παρακείμενον Polyb. направлять свое внимание на ближайшее;
4 med.-pass. быть поставленным (стоять) во главе: οἱ ξυνεφεστῶτες Thuc. предводители, начальники;
5 восставать (κατά τινος NT).
English (Strong)
from σύν and ἐφίστημι; to stand up together, i.e. to resist (or assault) jointly: rise up together.
English (Thayer)
to place over or appoint together; 2nd aorist συνεπέστην; to rise up together: κατά τίνος, against one, Thucydides down.))
Greek Monolingual
και συνεφιστάνω Α
1. τοποθετώ φρουρούς ή φύλακες
2. (αμτβ.) (ενν. τὸν νοῦν) παρατηρώ ή προσέχω κάτι μαζί με άλλον
3. μέσ. συνεφίσταμαι
α) επιβλέπω κάτι από κοινού με άλλον
β) επαναστατώ, εξεγείρομαι μαζί με άλλον
γ) υπάρχω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο
δ) συμβαίνω ταυτόχρονα
4. μτφ. εφιστώ την προσοχή κάποιου για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐφίστημι «ορίζω, τοποποθετώ, κατευθύνω»].
Greek Monotonic
συνεφίστημι: μέλ. -επιστήσω, αόρ. αʹ -επέστησα·
I. τοποθετώ μαζί κάποιους ως φρουρούς ή φύλακες, καθιστώ κάποιον προσεκτικό, εφιστώ την προσοχή του, σε Πολύβ.· κατόπιν (ενν. τὸν νοῦν), στρέφω την προσοχή μου, παρατηρώ από κοινού με κάποιον, στον ίδ.
II. 1. Παθ., συνεφίστᾰμαι, με Ενεργ. αόρ. βʹ, επιβλέπω, επιστατώ κάτι μαζί ή από κοινού με άλλον, σε Θουκ.
2. εγείρομαι από κοινού, κατά τινος, εναντίον κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
συνεφίστημι: καὶ -ιστάνω (Πολύβ.)· μέλλ. -επιστήσω· ἀόρ. -επέστησα. Ἐφίστημι, βάλλω ἢ τοποθετῶ ὡς φρουροὺς ἢ φύλακας, τοὺς ἱππεῖς Διόδ. 17. 84· μεταφορ., ποιῶ τινα προσεκτικὸν εἴς τι, ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν αὐτοῦ εἴς τι, τοὺς ἀναγινώσκοντας Πολύβ. 10. 41, 6· τινὰ ἐπί τι 11. 19, 2· περί τινος 3. 59, 6. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ τὸν νοῦν), προσέχω, παρατηρῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἐπί τι 3. 9, 4· τινὶ 9. 2, 7, πρβλ. 4. 40, 10, κτλ. ΙΙ. Παθητ., συνεφίστᾰμαι, μετ’ ἀορ. βϳ ἐνεργ., ἐπιστατῶ, ἐπιβλέπω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Θουκ. 2. 75. 2) ἐγείρομαι ὁμοῦ, τινι, μετά τινος, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. ἐν τῷ προοιμ., Γρηγ. Νύσσ.· κατά τινος, ἐναντίον τινός, Πράξ. Ἀποστ. ιςϳ, 22.
Middle Liddell
fut. -επιστήσω aor1 -επέστησα
I. to set on the watch together, make attentive, Polyb.:—then (sub. τὸν νοῦν), to attend to, observe along with, Polyb.
II. Pass. συνεφίστᾰμαι, with aor2 act. to stand over, superintend along with or together, Thuc.
2. to rise up together, κατά τινος against one, NTest.
Chinese
原文音譯:sunef⋯sthmi 尋-誒非-衣士帖米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:同-在-站
字義溯源:一同站起來,一同起來,從事;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἐφίστημι)=在側)組成,而 (ἐφίστημι)又由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἵστημι)*=站)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 一同起來(1) 徒16:22