Anonymous

συχνός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ή, όν :<br /><b>A.</b> <i>adj.</i><br /><b>I.</b> continu :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> συχνὴ [[ἀδικία]] PLUT tort dont l'effet se continue, tort durable;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> de longue durée : [[χρόνος]] HDT durée continue, temps prolongé, long temps ; συχνῷ χρόνῳ [[ὕστερον]] XÉN longtemps après ; ἡμέρας συχνάς PLUT plusieurs jours de suite;<br /><b>II.</b> rapproché l'un de l'autre, compact, <i>d'où</i><br /><b>1</b> fréquent, nombreux, abondant : συχνὰ ἔθνεα HDT peuples nombreux ; συχναὶ πόλιες HDT villes nombreuses ; <i>abs.</i> συχνοί nombreux, en grand nombre ; <i>au sg. en un sens collect.</i> : συχνὴ [[θεραπεία]] PLUT un nombreux domestique ; συχνὴ [[οὐσία]] AR une grande fortune;<br /><b>2</b> fréquenté, populeux;<br /><b>3</b> <i>avec un n. de nombre</i> ensemble : [[πέντε]] συχνά PLUT cinq à la fois;<br /><b>B.</b> <i>adv.</i> <b>1</b> • συχνόν <i>avec idée de lieu</i> sur une longue étendue, au loin <i>sans mouv.</i><br /><b>2</b> • συχνά très, fort.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἔχω]] avec métathèse ; cf. [[συνεχής]].
|btext=ή, όν :<br /><b>A.</b> <i>adj.</i><br /><b>I.</b> continu :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> συχνὴ [[ἀδικία]] PLUT tort dont l'effet se continue, tort durable;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> de longue durée : [[χρόνος]] HDT durée continue, temps prolongé, long temps ; συχνῷ χρόνῳ [[ὕστερον]] XÉN longtemps après ; ἡμέρας συχνάς PLUT plusieurs jours de suite;<br /><b>II.</b> rapproché l'un de l'autre, compact, <i>d'où</i><br /><b>1</b> fréquent, nombreux, abondant : συχνὰ ἔθνεα HDT peuples nombreux ; συχναὶ πόλιες HDT villes nombreuses ; <i>abs.</i> συχνοί nombreux, en grand nombre ; <i>au sg. en un sens collect.</i> : συχνὴ [[θεραπεία]] PLUT un nombreux domestique ; συχνὴ [[οὐσία]] AR une grande fortune;<br /><b>2</b> fréquenté, populeux;<br /><b>3</b> <i>avec un n. de nombre</i> ensemble : [[πέντε]] συχνά PLUT cinq à la fois;<br /><b>B.</b> <i>adv.</i> <b>1</b> • συχνόν <i>avec idée de lieu</i> sur une longue étendue, au loin <i>sans mouv.</i><br /><b>2</b> • συχνά très, fort.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἔχω]] avec métathèse ; cf. [[συνεχής]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συχνός''': , -όν, Ι. ἐν τῷ ἑνικῷ. 1) ἐπὶ χρόνου, [[μακρός]], σ. [[χρόνος]] Ἡρόδ. 8. 52, Πλάτ., κλπ.· χρόνῳ οὐ σ. [[ὕστερον]], σ. [[ὕστερον]] χρόνῳ Ξεν. Ἀν. 1. 8, 8, Πλάτ. Γοργ. 518D· - μετὰ γεν., συχνὸν τοῦ βίου, μέγα [[μέρος]] τῆς ζωῆς, Πλάτ. Ἐπιστ. 322Ε· - [[ὅθεν]], 2) [[μακρός]], ὡς πρὸς τὸν χρόνον, ἐπὶ πολὺ διαρκῶν, σ. [[λόγος]], [[μακρός]], [[ἀδιάκοπος]], Πλάτ. Γοργ. 465Ε, κλπ.· [[μάλα]] σ. [[λόγος]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 185Ε· σ. τῶν λόγων ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 519Ε· σ. [[πραγματεία]], μακρά, ὀχληρά, ἀνιαρά, βαρετή, Δημ. 1242. 2. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμῶν, ὡς τὸ [[πολύς]], ἔνθεα Ἡρόδ. 1. 58· πόλιες ὁ αὐτ. 6. 33· πόνοι [[αὐτόθι]] 108· πρόλογοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1237· πληγαί, κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1014, Πλάτ., κλπ.· ἡμέρας συχνάς, ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας κατὰ σειράν, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 313Α, Δημ. 932. 27· τεκεῖν [[πέντε]] συχνά, διὰ μιᾶς, Πλούτ. 2. 429F. - μετὰ γεν., συχναὶ τῶν νήσων Ἡρόδ. 3. 39· τῶν ληφθέντων σ. Θουκ. 4. 106, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 4, 16 κλπ.· - ἀπολ., συχνοὶ πολλοὶ [[ὁμοῦ]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1267, Θουκ., κλπ.· ἄλλοι σ., πολλοὶ ἄλλοι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 388. 2) μεθ’ ἑνικῶν ὀνομάτων, [[μέγας]], ἐκτεταμένος, [[ὀγκώδης]], [[λεπαστὴ]] [[μάλα]] συχνὴ Θεόμποπος Κωμικ. ἐν «Παμφίλῃ» 2· [[πάνυ]] συχνὴ [[σφύραινα]] Ἀντιφάνης ἐν «Εὐθυδίκῳ» 3· τὸ [[πολίχνιον]] σ. ποιεῖν, τὴν μικρὰν πόλιν ποιεῖν πολυάνθρωπον, Πλάτ. Πολ. 370D· οὕτω, σ. [[χώρα]] Στράβ. 698· [[οἰκία]] Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· - ἀλλὰ συνήθως, β) [[πολύς]], [[μέγας]], σ. [[οὐσία]] Ἀριστοφ. Πλ. 754· πειθὼ Πλάτ. Πολ. 414C· σ. [[ἔργον]], μέγα, δυσχερές, δύσκολον, [[αὐτόθι]], 511C· σ. [[εὐλάβεια]], [[σκέψις]], [[μελέτη]], [[μεγάλη]], [[συνεχής]], [[αὐτόθι]] 539A, Λυσί, 968Β, Θεόφρ.· σ. [[εἶδος]], [[συχνάκις]] γινόμενον, ἐπαναλαμβανόμενον, Πλάτ. Πολιτικ. 287A· ἡ [[διοίκησις]] σ., ἡ [[δαπάνη]] ἦτο [[μεγάλη]], Δημ. 1359. 9· σ. [[αἷμα]] ἐρρύη Ἱππ. 1229D· σ. [[δεῖπνον]], ἄφθονον, πλούσιον, Ἀνθ. Π. 6. 203· σ. [[θεραπεία]], [[πληθύς]], [[δύναμις]] Πλουτ. Ποπλικ. 5, κλπ.· - μετὰ γεν., τῆς μαρίλης συχνὴν Ἀριστοφ. Ἀχ. 350. ΙΙΙ. ἐπὶ διαστήματος, ὁ μακρὰν ἐκτεινόμενος, μακρὰν ἀπέχων, «μακρινός», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 10. Β. Τὸ ἐπίρρ. συχνῶς (Ἀντιφῶν 122. 37) [[εἶναι]] σπάνιον, ἀνθ’ οὗ [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ οὐδ. συχνόν, συχνά. 4) [[συχνάκις]], πολύ, συχνὸν διαμαρτάνειν Πλάτ. Φαῖδρ. 257C· συχνὰ χαίρειν ἐᾶν ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 59Β· οὕτω, ἐπὶ συχνὸν Ἱππ. π. Ἀγμ. 761. 2) [[μακράν]], διαλείπειν συχνὸν ἀπ’ [[ἀλλήλων]] Ξεν. Ἀν. 1. 8, 10· προελαύνειν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 3, 12· ἀποπτῆναι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 10. ΙΙ. ἡ δοτ. συχνῷ [[πολλάκις]] συνάπτεται μετὰ συγκρ. ἐπιθέτου, ὡς τὸ πολλῷ, σ. [[βελτίων]], κατὰ πολὺ καλλίτερος, Πλάτ. Νόμ. 761D· [[νεώτερος]] ἐμοῦ καὶ συχνῷ, κατὰ πολὺ [[νεώτερος]], Δημ. 1002. 23. ΙΙΙ. Συγκρ. ἐπίρρ. -οτέρως, Ἐτυμολ. Μέγ. Βυζ.· -ότερον Ἀρισταίν. σ. 86, Θεόδ. Στουδ. ([[Κατὰ]] τὸν Pott. ἀντὶ συγχνός, συνεχνός, ἐκ τοῦ σύν, ἔχω. πρβλ. συνεχής).
|elnltext=συχνός -ή -όν van tijd lang:. χρόνῳ … συχνῷ ὕστερον geruime tijd later Xen. An. 1.8.8; συχνὸν διατετριφέναι τοῦ βίου een groot deel van zijn leven doorgebracht hebben Plat. Epist. 322e; συχνὸς λόγος een lang betoog, een lang verhaal Plat. van hoeveelheid talrijk, meestal plur. vele, heel wat:. ἄλλοι συχνοί vele anderen Aristoph. Eccl. 388; ἡμέρας συχνάς heel wat dagen lang Plat. Prot. 313a; συχναὶ τῶν νήσων een groot aantal van de eilanden Hdt. 3.39.4. van afmeting groot, aanzienlijk, uitgebreid:; σ. οὐσία een aanzienlijk vermogen Aristoph. Pl. 754; als dat. mensurae. βελτίων συχνῷ aanzienlijk beter Plat. Lg. 761d. adv. acc. n. συχνόν en συχνά, zelden συχνῶς van tijd vaak. van afmeting een flinke afstand, een flink stuk:. ἅρματα διαλείποντα συχνὸν ἀπ’ ἀλλήλων strijdwagens met een flinke onderlinge afstand Xen. An. 1.8.10.
}}
{{elru
|elrutext='''συχνός:''' [[συνέχω]] (sing. и pl.)<br /><b class="num">1)</b> [[непрерывный]], [[постоянный]] (πόνοι Her.; [[μελέτη]] Plat.): [[πέντε]] [[συχνά]] Plut. пять сразу;<br /><b class="num">2)</b> [[широкий]], [[обширный]] ([[διπλόη]], [[εἶδος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[длительный]], [[продолжительный]], [[долгий]] ([[χρόνος]] Her.): χρόνῳ [[συχνῷ]] [[ὕστερον]] Plat. долго спустя;<br /><b class="num">4)</b> [[длинный]], [[пространный]] (λόγοι Plat.; [[πραγματεία]] Dem.);<br /><b class="num">5)</b> [[обильный]], [[богатый]], [[большой]] ([[οὐσία]] Arph.; [[δεῖπνον]] Anth.);<br /><b class="num">6)</b> [[многочисленный]] (ἔθνεα Her.): ἡμέρας συχνάς Plat. в течение многих дней подряд; οὔτ᾽ αὐτὸς οὔτ᾽ ἄλλοι συχνοί Arph. ни я сам, ни многие другие; συχναὶ τῶν νήσων Her. много островов;<br /><b class="num">7)</b> [[многолюдный]] (τὸ [[πολίχνιον]] Plat.). - см. тж. [[συχνά]], [[συχνόν]] и [[συχνῷ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συχνός:''' -ή, -όν, Α. I. λέγεται για χρόνο, [[μακρύς]], [[μακροχρόνιος]], [[εκτεταμένος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· συχνὸς [[λόγος]], [[μακροσκελής]], [[σχοινοτενής]] [[ομιλία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για αριθμούς, [[πολύς]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἡμέρας πολλάς</i>, επί πολλές ημέρες στη [[σειρά]], σε Αριστοφ.· με γεν., συχναὶ [[τῶν]] νήσων, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>συχνοί</i>, πολλοί άνθρωποι μαζί, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με ουσ. στον ενικ., [[μεγάλος]], [[πολύς]], [[εκτεταμένος]], [[ογκώδης]], στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸπολίχνιον συχνὸν ποιεῖν</i>, κάνω τη μικρή πόλη πολυάνθρωπη, πολυσύχναστη, σε Πλάτ.· με γεν., <i>τῆς μαρίλης συχνήν</i>, σε Αριστοφ.<b>Β. I.</b> το επίρρ. <i>συχνῶς</i> (σε Αντιφών.) είναι σπάνιο, αντί [[αυτού]] χρησιμ. τα ουδ. <i>συχνόν</i>, <i>[[συχνά]]</i>, [[πολύ]], με [[μεγάλη]] [[συχνότητα]], τακτικά, σε Πλάτ.· [[μακριά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> δοτ. <i>συχνῷ</i> με συγκρ. επίθ., [[νεώτερος]] [[ἐμοῦ]] καὶ συχνῷ, κατά [[πολύ]] νεότερός μου, σε Δημ.
|lsmtext='''συχνός:''' -ή, -όν, Α. I. λέγεται για χρόνο, [[μακρύς]], [[μακροχρόνιος]], [[εκτεταμένος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· συχνὸς [[λόγος]], [[μακροσκελής]], [[σχοινοτενής]] [[ομιλία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για αριθμούς, [[πολύς]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἡμέρας πολλάς</i>, επί πολλές ημέρες στη [[σειρά]], σε Αριστοφ.· με γεν., συχναὶ [[τῶν]] νήσων, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>συχνοί</i>, πολλοί άνθρωποι μαζί, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με ουσ. στον ενικ., [[μεγάλος]], [[πολύς]], [[εκτεταμένος]], [[ογκώδης]], στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸπολίχνιον συχνὸν ποιεῖν</i>, κάνω τη μικρή πόλη πολυάνθρωπη, πολυσύχναστη, σε Πλάτ.· με γεν., <i>τῆς μαρίλης συχνήν</i>, σε Αριστοφ.<b>Β. I.</b> το επίρρ. <i>συχνῶς</i> (σε Αντιφών.) είναι σπάνιο, αντί [[αυτού]] χρησιμ. τα ουδ. <i>συχνόν</i>, <i>[[συχνά]]</i>, [[πολύ]], με [[μεγάλη]] [[συχνότητα]], τακτικά, σε Πλάτ.· [[μακριά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> δοτ. <i>συχνῷ</i> με συγκρ. επίθ., [[νεώτερος]] [[ἐμοῦ]] καὶ συχνῷ, κατά [[πολύ]] νεότερός μου, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συχνός:''' [[συνέχω]] (sing. и pl.)<br /><b class="num">1)</b> [[непрерывный]], [[постоянный]] (πόνοι Her.; [[μελέτη]] Plat.): [[πέντε]] [[συχνά]] Plut. пять сразу;<br /><b class="num">2)</b> [[широкий]], [[обширный]] ([[διπλόη]], [[εἶδος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[длительный]], [[продолжительный]], [[долгий]] ([[χρόνος]] Her.): χρόνῳ [[συχνῷ]] [[ὕστερον]] Plat. долго спустя;<br /><b class="num">4)</b> [[длинный]], [[пространный]] (λόγοι Plat.; [[πραγματεία]] Dem.);<br /><b class="num">5)</b> [[обильный]], [[богатый]], [[большой]] ([[οὐσία]] Arph.; [[δεῖπνον]] Anth.);<br /><b class="num">6)</b> [[многочисленный]] (ἔθνεα Her.): ἡμέρας συχνάς Plat. в течение многих дней подряд; οὔτ᾽ αὐτὸς οὔτ᾽ ἄλλοι συχνοί Arph. ни я сам, ни многие другие; συχναὶ τῶν νήσων Her. много островов;<br /><b class="num">7)</b> [[многолюдный]] (τὸ [[πολίχνιον]] Plat.). - см. тж. [[συχνά]], [[συχνόν]] и [[συχνῷ]].
|lstext='''συχνός''': -ή, -όν, Ι. ἐν τῷ ἑνικῷ. 1) ἐπὶ χρόνου, [[μακρός]], σ. [[χρόνος]] Ἡρόδ. 8. 52, Πλάτ., κλπ.· χρόνῳ οὐ σ. [[ὕστερον]], σ. [[ὕστερον]] χρόνῳ Ξεν. Ἀν. 1. 8, 8, Πλάτ. Γοργ. 518D· - μετὰ γεν., συχνὸν τοῦ βίου, μέγα [[μέρος]] τῆς ζωῆς, Πλάτ. Ἐπιστ. 322Ε· - [[ὅθεν]], 2) [[μακρός]], ὡς πρὸς τὸν χρόνον, ἐπὶ πολὺ διαρκῶν, σ. [[λόγος]], [[μακρός]], [[ἀδιάκοπος]], Πλάτ. Γοργ. 465Ε, κλπ.· [[μάλα]] σ. [[λόγος]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 185Ε· σ. τῶν λόγων ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 519Ε· σ. [[πραγματεία]], μακρά, ὀχληρά, ἀνιαρά, βαρετή, Δημ. 1242. 2. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμῶν, ὡς τὸ [[πολύς]], ἔνθεα Ἡρόδ. 1. 58· πόλιες ὁ αὐτ. 6. 33· πόνοι [[αὐτόθι]] 108· πρόλογοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1237· πληγαί, κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1014, Πλάτ., κλπ.· ἡμέρας συχνάς, ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας κατὰ σειράν, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 313Α, Δημ. 932. 27· τεκεῖν [[πέντε]] συχνά, διὰ μιᾶς, Πλούτ. 2. 429F. - μετὰ γεν., συχναὶ τῶν νήσων Ἡρόδ. 3. 39· τῶν ληφθέντων σ. Θουκ. 4. 106, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 4, 16 κλπ.· - ἀπολ., συχνοὶ πολλοὶ [[ὁμοῦ]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1267, Θουκ., κλπ.· ἄλλοι σ., πολλοὶ ἄλλοι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 388. 2) μεθ’ ἑνικῶν ὀνομάτων, [[μέγας]], ἐκτεταμένος, [[ὀγκώδης]], [[λεπαστὴ]] [[μάλα]] συχνὴ Θεόμποπος Κωμικ. ἐν «Παμφίλῃ» 2· [[πάνυ]] συχνὴ [[σφύραινα]] Ἀντιφάνης ἐν «Εὐθυδίκῳ» 3· τὸ [[πολίχνιον]] σ. ποιεῖν, τὴν μικρὰν πόλιν ποιεῖν πολυάνθρωπον, Πλάτ. Πολ. 370D· οὕτω, σ. [[χώρα]] Στράβ. 698· [[οἰκία]] Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· - ἀλλὰ συνήθως, β) [[πολύς]], [[μέγας]], σ. [[οὐσία]] Ἀριστοφ. Πλ. 754· πειθὼ Πλάτ. Πολ. 414C· σ. [[ἔργον]], μέγα, δυσχερές, δύσκολον, [[αὐτόθι]], 511C· σ. [[εὐλάβεια]], [[σκέψις]], [[μελέτη]], [[μεγάλη]], [[συνεχής]], [[αὐτόθι]] 539A, Λυσί, 968Β, Θεόφρ.· σ. [[εἶδος]], [[συχνάκις]] γινόμενον, ἐπαναλαμβανόμενον, Πλάτ. Πολιτικ. 287A· ἡ [[διοίκησις]] σ., ἡ [[δαπάνη]] ἦτο [[μεγάλη]], Δημ. 1359. 9· σ. [[αἷμα]] ἐρρύη Ἱππ. 1229D· σ. [[δεῖπνον]], ἄφθονον, πλούσιον, Ἀνθ. Π. 6. 203· σ. [[θεραπεία]], [[πληθύς]], [[δύναμις]] Πλουτ. Ποπλικ. 5, κλπ.· - μετὰ γεν., τῆς μαρίλης συχνὴν Ἀριστοφ. Ἀχ. 350. ΙΙΙ. ἐπὶ διαστήματος, ὁ μακρὰν ἐκτεινόμενος, μακρὰν ἀπέχων, «μακρινός», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 10. Β. Τὸ ἐπίρρ. συχνῶς (Ἀντιφῶν 122. 37) [[εἶναι]] σπάνιον, ἀνθ’ οὗ [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ οὐδ. συχνόν, συχνά. 4) [[συχνάκις]], πολύ, συχνὸν διαμαρτάνειν Πλάτ. Φαῖδρ. 257C· συχνὰ χαίρειν ἐᾶν ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 59Β· οὕτω, ἐπὶ συχνὸν Ἱππ. π. Ἀγμ. 761. 2) [[μακράν]], διαλείπειν συχνὸν ἀπ’ [[ἀλλήλων]] Ξεν. Ἀν. 1. 8, 10· προελαύνειν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 3, 12· ἀποπτῆναι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 10. ΙΙ. ἡ δοτ. συχνῷ [[πολλάκις]] συνάπτεται μετὰ συγκρ. ἐπιθέτου, ὡς τὸ πολλῷ, σ. [[βελτίων]], κατὰ πολὺ καλλίτερος, Πλάτ. Νόμ. 761D· [[νεώτερος]] ἐμοῦ καὶ συχνῷ, κατὰ πολὺ [[νεώτερος]], Δημ. 1002. 23. ΙΙΙ. Συγκρ. ἐπίρρ. -οτέρως, Ἐτυμολ. Μέγ. Βυζ.· -ότερον Ἀρισταίν. σ. 86, Θεόδ. Στουδ. ([[Κατὰ]] τὸν Pott. ἀντὶ συγχνός, συνεχνός, ἐκ τοῦ σύν, ἔχω. πρβλ. συνεχής).
}}
{{elnl
|elnltext=συχνός -ή -όν van tijd lang:. χρόνῳ … συχνῷ ὕστερον geruime tijd later Xen. An. 1.8.8; συχνὸν διατετριφέναι τοῦ βίου een groot deel van zijn leven doorgebracht hebben Plat. Epist. 322e; συχνὸς λόγος een lang betoog, een lang verhaal Plat. van hoeveelheid talrijk, meestal plur. vele, heel wat:. ἄλλοι συχνοί vele anderen Aristoph. Eccl. 388; ἡμέρας συχνάς heel wat dagen lang Plat. Prot. 313a; συχναὶ τῶν νήσων een groot aantal van de eilanden Hdt. 3.39.4. van afmeting groot, aanzienlijk, uitgebreid:; σ. οὐσία een aanzienlijk vermogen Aristoph. Pl. 754; als dat. mensurae. βελτίων συχνῷ aanzienlijk beter Plat. Lg. 761d. adv. acc. n. συχνόν en συχνά, zelden συχνῶς van tijd vaak. van afmeting een flinke afstand, een flink stuk:. ἅρματα διαλείποντα συχνὸν ἀπ’ ἀλλήλων strijdwagens met een flinke onderlinge afstand Xen. An. 1.8.10.
}}
}}
{{etym
{{etym