Anonymous

τρίβω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> τρίψω, <i>ao.</i> ἔτριψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> τριφθήσομαι, <i>f.2</i> τριβήσομαι, <i>ao.</i> ἐτρίφθην, <i>ao.2</i> ἐτρίβην, <i>pf.</i> [[τέτριμμαι]];<br /><b>I. 1</b> frotter, acc.;<br /><b>2</b> triturer, broyer ; [[μέλαν]] DÉM broyer du noir (pour écrire) ; [[ὕλη]] τριφθεῖσα THC forêt enflammée par le frottement produit par le vent ; <i>particul.</i> triturer (le blé) avec un cylindre (pour l'égrener) ; μοχλὸν τρίβειν [[ἐν]] ὀφθαλμῷ OD frotter, <i>càd</i> tourner le pieu dans l'œil (du Cyclope);<br /><b>II.</b> user par le frottement :<br /><b>1</b> <i>au propre ; Pass.</i> être usé : ἀτραπὸς τετριμμένη AR chemin battu, fréquenté;<br /><b>2</b> <i>fig. en parl. de pers.</i> user, miner, affaiblir, exténuer : τρ. ἀμφοτέρους THC épuiser les deux partis ; τρίβεσθαι κακοῖσι IL être consumé <i>ou</i> épuisé par des souffrances ; τριβόμενος [[λεώς]] HDT peuple maltraité;<br /><b>3</b> <i>en parl. de choses (argent, bien)</i> consumer, dévorer, dissiper;<br /><b>4</b> user par l'exercice ; pratiquer ; <i>Pass.</i> s'exercer, être exercé : πολέμῳ HDT à la guerre;<br /><b>5</b> user peu à peu, exercer : βίον SOPH sa vie, traîner péniblement sa vie;<br /><b>6</b> user par des délais, traîner en longueur, différer : θυραίαν (τριβὴν) τρ. ESCHL s'arrêter, séjourner devant la porte ; τρ. τὸν πόλεμον χρόνῳ PLUT traîner la guerre en longueur ; τὸν χρόνον PLUT traîner le temps en longueur ; <i>abs.</i> différer, traîner le temps en longueur ; <i>Pass.</i> être retardé, s'arrêter;<br /><i><b>Moy.</b></i> τρίβομαι séjourner : χρηστηρίοις [[ἐν]] τοῖσδε τρίβεσθαι [[μύσος]] ESCHL (il ne convient pas) que des êtres impurs séjournent dans ce temple prophétique.<br />'''Étymologie:''' R. Τερ, Τρι, frotter ; cf. [[τείρω]], <i>lat.</i> tero, trivi, tritum.
|btext=<i>f.</i> τρίψω, <i>ao.</i> ἔτριψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> τριφθήσομαι, <i>f.2</i> τριβήσομαι, <i>ao.</i> ἐτρίφθην, <i>ao.2</i> ἐτρίβην, <i>pf.</i> [[τέτριμμαι]];<br /><b>I. 1</b> frotter, acc.;<br /><b>2</b> triturer, broyer ; [[μέλαν]] DÉM broyer du noir (pour écrire) ; [[ὕλη]] τριφθεῖσα THC forêt enflammée par le frottement produit par le vent ; <i>particul.</i> triturer (le blé) avec un cylindre (pour l'égrener) ; μοχλὸν τρίβειν [[ἐν]] ὀφθαλμῷ OD frotter, <i>càd</i> tourner le pieu dans l'œil (du Cyclope);<br /><b>II.</b> user par le frottement :<br /><b>1</b> <i>au propre ; Pass.</i> être usé : ἀτραπὸς τετριμμένη AR chemin battu, fréquenté;<br /><b>2</b> <i>fig. en parl. de pers.</i> user, miner, affaiblir, exténuer : τρ. ἀμφοτέρους THC épuiser les deux partis ; τρίβεσθαι κακοῖσι IL être consumé <i>ou</i> épuisé par des souffrances ; τριβόμενος [[λεώς]] HDT peuple maltraité;<br /><b>3</b> <i>en parl. de choses (argent, bien)</i> consumer, dévorer, dissiper;<br /><b>4</b> user par l'exercice ; pratiquer ; <i>Pass.</i> s'exercer, être exercé : πολέμῳ HDT à la guerre;<br /><b>5</b> user peu à peu, exercer : βίον SOPH sa vie, traîner péniblement sa vie;<br /><b>6</b> user par des délais, traîner en longueur, différer : θυραίαν (τριβὴν) τρ. ESCHL s'arrêter, séjourner devant la porte ; τρ. τὸν πόλεμον χρόνῳ PLUT traîner la guerre en longueur ; τὸν χρόνον PLUT traîner le temps en longueur ; <i>abs.</i> différer, traîner le temps en longueur ; <i>Pass.</i> être retardé, s'arrêter;<br /><i><b>Moy.</b></i> τρίβομαι séjourner : χρηστηρίοις [[ἐν]] τοῖσδε τρίβεσθαι [[μύσος]] ESCHL (il ne convient pas) que des êtres impurs séjournent dans ce temple prophétique.<br />'''Étymologie:''' R. Τερ, Τρι, frotter ; cf. [[τείρω]], <i>lat.</i> tero, trivi, tritum.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρίβω''': [ῑ], μέλλ. τρίψω· ἀόρ. ἔτριψα, ἀπαρ. τρῖψαι Ὀδ. Ι. 333, κτλ.· πρκμ. τέτρῐφα (συν-) Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσι» 4. - Μέσ., μέλλ. τρίψομαι (προσ-) Ἀντιφῶν 127. 2· ἀόρ. ἐτριψάμην Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 25. - Παθητ., μέλλ. τριφθήσομαι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 65, κλπ.· τρῐβήσομαι Πλουτ. Δίων 25, (ἐκ-) Σοφ. Ο. Τ. 428, (κατα-) Ξεν.· [[ὡσαύτως]] τετρίψομαι (ἐπι-) Ἀριστοφ. Εἰρ. 346· καὶ μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασ., Θουκ. 6. 18., 7. 42· - ἀόριστ. ἐτρίφθην ὁ αὐτ. 2. 77· τριφθῆναι Κωμικ. Ἀποσπ. (Ἀντιφ.) 3, 54, (δια) Δημ. 393. 1· συχνότερον ἀόρ. β΄ ἐτρίβην [ῐ], Ἀριστ. Προβλ. 10. 27· (δι-) Ἡρόδ. 7. 120, Θουκ.· (ἐπ-) συχν. παρ’ Ἀριστοφ.· (κατ-) Πλάτ.· (συν-) Ἀριστοφάν., κλπ.· - πρκμ. τέτριμμαι Πλάτ. Φαίδων 116D· Ἰωνικ. γ΄ πληθ. τετρίφᾰται Ἡρόδ. 2. 98. Πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, προσ-[[τρίβω]]. [ῐ μόνον ἐν τῷ πρκμ. καὶ ἐν τῷ ἀορ. β΄, ὡς καὶ ἐν συνθέτοις, ἅτινα κατὰ τὸ πλεῖστον παράγονται ἐκ τοῦ ἀορίστ. β΄]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε [[τείρω]]). Τρίβω, δηλ. [[ἁλωνίζω]] σῖτον, [[διότι]] τὸ ἁλώνισμα ἐτελεῖτο διὰ τῆς τριβῆς τῆς γινομένης διὰ τοῦ πατήματος τῶν βοῶν ἢ διὰ κυλίνδρῳν ἐπικυλιομένων, ὡς δ’ ὅτε τις ζεύξῃ βόας ἄρσενας... τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ, [[ῥίμφα]] τε λέπτ’ ἐγένοντο βοῶν ὑπὸ πόσσ’ ἐριμύκων, ὣς Ἰλ. Υ. 496· μοχλὸν ἀείρας τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, νὰ περιστρέψῃ αὐτὸν ἐντὸς τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ὀδ. Ι. 333· ἄπεφθον χρυσὸν ἐρυθρὸν [[ἰδεῖν]] τριβόμενον βασάνῳ δηλ. Λυδίᾳ λίθῳ (πρβλ. [[παρατρίβω]]), Θέογν. 450· τρ. μᾶζαν Ἀριστοφ. Εἰρ. 8, κλπ.· τρ. τὸ [[σκέλος]] Πλάτ. Φαίδων 60Β· τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις τῷ τρίβειν ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 46Α· τρ. τὴν κεφαλήν, εἰς ἔνδειξιν στενοχωρίας, Αἰσχίν. 34. 26· ταῖς χερσὶ [τὰς τρίχας] τρ. Ξενοφ. Ἱππ. 5. 5· τὸν [[πόδα]] μύροις τρ. Εὔβουλος ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε... τρίβομαι [[μύσος]], [[προστρίβω]] ἐπὶ τῶν ἱερῶν τὸ μόλυσμά μου, [[μιαίνω]] αὐτὰ (πρβλ. [[προστρίβω]]), Αἰσχύλ. Εὐμ. 195. - Παθητ., τετριμμένοι τὰ ἐπ’ ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων Ἡρόδ. 2. 93· ὕλη τριφθεῖσα ὑπ’ ἀνέμων πρὸς αὐτήν, [[ὥστε]] νὰ ἀναφθῇ, Θουκ. 2. 77· ὀδόντες τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 5. 2) [[τρίβω]], [[μεταβάλλω]] εἰς κόνιν, [[κοπανίζω]], ζυμώνω, ἀνακατώνω, [[φάρμακον]], [[κώνειον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 486, Πλάτ. Φαίδων 117Β· καταπλαστόν, μᾶζαν Ἀριστοφ. Πλ. 717, Εἰρ. 816· κάρυα καὶ ἀμύγδαλα εἰς θυείαν τρ. Ἀθήν. 648Α· τὸ [[μέλαν]] Δημ. 313. 11. - Παθ., τετριμμένα θυμιήματα Ἡρόδ. 2. 86 ἄρτοι [[σφόδρα]] τετριμμένοι Ἀριστ. Προβλ. 15. 17, πρβλ. 21. 22. 3) [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]], [[συντρίβω]], βότρυν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 530· τὴν [[ῥῖνα]], τὸν ὀφθαλμὸν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 31. 1· ἀμφορέως τὸν πύνδακα [[αὐτόθι]] 25. 2. ΙΙ. διὰ τῆς τριβῆς [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] ἐνδύματα (ἴδε [[τρίβων]]), τῶν ὑποδημάτων τὰ τετριμμένα Πλούτ. 2. 680Α· ἐπὶ ὁδοῦ, πατῶν [[φθείρω]] ἢ ποιῶ αὐτὴν ὁμαλήν, ἀλλ’ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη ἡ διὰ θυείας, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ σημασίας τοῦ [[κοπανίζω]] ἐν ἰγδίῳ, «τετριμμένην δὲ ἅμα μὲν ὡς ἐπὶ ὁδοῦ καθημαξευμένης, ἅμα δὲ καὶ διὰ τὸ τρίβεσθαι τὸ [[κώνειον]]» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 123· τρίβει οὐρανόν, ἡ [[τρίβος]] [[αὐτοῦ]] διέρχεται τὸν οὐρανὸν (π. βλ. [[τρίβος]]), Ἄρατ. 231· τρ. κύματα, ἐπὶ πλοίου, Ἀνθολ. ΙΙ. 9. 34. 2) ἐπὶ χρόνου, [[κατατρίβω]], [[διάγω]], Λατ. terere vitam δυστυχῆ τρ. βίον Σοφ. Ἠλ. 602· νησιώτην τρ. βίον Εὐρ. Ἡρακλ. 86· βίον τρ. γεωργικὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 590· ὀδυνηρὸν τρ. βίοτον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 526· τρ. πόλεμον, [[ἐπιμηκύνω]] τὸν πόλεμον, Πολύβ. 2. 63, 4· - ἀπολ., χάνω καιρόν, [[βραδύνω]], [[ἀναβάλλω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1056, Δημ. 678. 10. 3) ἐρημώνω χώραν, Εὐρ. Ἑκ. 1142. ΙΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ προσώπων, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]], σκολιῇσι δίκῃσι ἀλλήλους τρίβουσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 249· [[μηδὲ]] τρίβεσθε κακοῖσι, [[μηδὲ]] καταπονεῖτε ἑαυτοὺς κακοῖς, Ἰλ. Ψ. 735· [[ἄλλην]] γενεὰν τρίβειν θανάτοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1573· τρ. ἀμφοτέρους, φθείρειν, καταστρέφειν, Θουκ. 8. 56, πρβλ. 7. 48· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὐτήν, δι’ ἐσωτερικῶν συγκρούσεων, ὁ αὐτ. 6. 18, πρβλ. 7. 42. - Παθητ., τριβόμενος [[ληός]], καταπιεζόμενος [[λαός]], Ἡρόδ. 2. 124. 2) ἐπὶ χρημάτων καὶ περιουσίας, κατασπαταλῶ, [[διασκορπίζω]], ἀσωτεύω, [[οὔτε]] τι τῶν οἰκηίων τρίβουσι [[οὔτε]] δαπανέονται [[αὐτόθι]] 37. 3) συνεχῶς μεταχειρίζομαι, κατώμοσα... μὴ πολὺν χρόνον θεοὺς ἔτι σκῆπτρα τἀμὰ τρίψειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 636 ὀνόματα κοινὰ καὶ τετριμμένα Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· ἡ τετρ. καὶ κοινὴ [[διάλεκτος]] ὁ αὐτ. π. Θουκ. 23. 4) Παθ., πολὺ ἀσχολοῦμαι [[περί]] τι ἢ εἶμαι δεδομένος ὁλοψύχως εἴς τι, πολέμῳ Ἡρόδ. 3. 134· ἀμφ’ ἀρετῇ τρίβου, ἀσκῶ ἀρετήν, γυμνάζομαι εἰς αὐτήν, Θέογν. 465· πολεμικὸς καὶ τετρ. δι’ ὅπλων Πλουτ. Εὐμ. 11· ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 41· [[περί]] τι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 24. 12.
|elnltext=τρίβω [~ τείρω, τετραίνω, τρύω] perf. τέτριφα, 3 plur. Ion. τετρίφαται wrijven, fijn wrijven:; τριβέμεναι κρῖ om de gerst te dorsen Il. 20.496; τρίβειν τὸ σκέλος over zijn been wrijven Plat. Phaed. 60b; med.:; πλησίοισι τρίβεσθαι μύσος de besmetting van zich afwrijven op wie in de buurt is Aeschl. Eum. 195; μοχλὸν ἀείρας τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ de paal op te tillen en in het oog te draaien Od. 9.333; φάρμακον κατάπλαστον... τρίβειν een genezende zalf klaarmaken Aristoph. Pl. 717; kneden:; τρίβε πολλάς kneed een heleboel (broden)! Aristoph. Pax. 8; ook pass.: θυμιήματα τετριμμένα fijngewreven specerijen Hdt. 2.86.4. slijten, verslijten:; πόδας τρίβειν zijn voeten slijten Theocr. Id. 7.123; pass.:; φαίνονται τετριμμένοι τὰ ἐπ’ ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων zij vertonen schaafplekken aan de linkerkant van hun koppen Hdt. 2.93.3; ἀτραπὸς τετριμμένη uitgesleten pad Aristoph. Ran. 123; overdr.: (tijd) doorbrengen:; τρίβειν βίον zijn leven leiden Soph. El. 602; ὀδυνηρότερον τρίψεις βίοτον πολύ je zult een veel moeilijker leven slijten Aristoph. Pl. 526; talmen, tijd verliezen:. οὔτοι θυραίαι τῇδέ μοι σχολὴ πάρα τρίβειν ik mag geen tijd verdoen met hier buiten te blijven Aeschl. Ag. 1056. uitputten, afmatten:; σκολιῇσι δίκῃσι ἀλλήλους τρίβουσι zij putten elkaar uit met kromme rechtspraak Hes. Op. 251; med.:; τρίβεσθαι πολέμῳ zich afmatten door oorlog Hdt. 3.134.2; μηδὲ τρίβεσθε κακοῖσι houdt op u af te matten in ellende Il. 23.735; pass.:; τριβομένῳ τῷ λεῷ voor het beproefde volk Hdt. 2.124.3; ptc. perf. pass. τετριμμένος doorkneed, ervaren:; τετριμμένος δι’ ὅπλων gehard in de strijd Plut. Eum. 11.3; van zaken opmaken, plunderen:. οὔτε τι γὰρ τῶν οἰκηΐων τρίβουσι want zij spenderen niets uit eigen zak Hdt. 2.37.4; πεδία τρίβειν de vlakten plunderen Eur. Hec. 1142.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίβω:''' (ῑ) (fut. τρίψω, aor. ἔτριψα; pass.: fut. τρῐβήσομαι и τρίψομαι, aor. ἐτρίφθην, aor. 2 ἐτρίβην с ῐ, pf. [[τέτριμμαι]] - ион. 3 л. pl. τετρίφᾰται)<br /><b class="num">1)</b> [[растирать]], тж. [[толочь]], [[молоть]] ([[κρῖ]] ἐν ἀλωῇ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[тереть]], [[потирать]], [[поглаживать]] (τὸ [[σκέλος]] τῇ χειρί Plat.): τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους (ὀδόντες) Arst. [[трущиеся друг]] о [[друга зубы]]; τετριμμένοι τὰ ἐπ᾽ ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων Her. [[со ссадинами на левой стороне головы]];<br /><b class="num">3)</b> [[стирать]], [[снашивать]]: τῶν ὑποδημάτων τὰ τριβόμενα или τετριμμένα Plut. [[изношенные места обуви]];<br /><b class="num">4)</b> [[утаптывать]], (плотно) [[убивать]] (ἀτραπὸς τετριμμένη Arph.);<br /><b class="num">5)</b> [[уничтожать]] (τὰ σκῆπτρά τινος Arph.);<br /><b class="num">6)</b> [[потреблять]], тж. [[расходовать]], [[тратить]] (τι τῶν οἰκηΐων Her.);<br /><b class="num">7)</b> [[разорять]], [[опустошать]] (τὰ πεδία Θρῄκης Eur.);<br /><b class="num">8)</b> (о [[времени]] и т. п.) [[проводить]]: δυστυχῆ τ. βίον Soph. [[влачить несчастное существование]]; βίον τ. [[γεωργικόν]] Arph. [[вести жизнь земледельца]];<br /><b class="num">9)</b> [[медлить]], [[тянуть]]: τ. τὸν πόλεμον Polyb. [[затягивать войну]]; τριβόντων τούτων Dem. в [[то время как они медлят]]; [[οὔτοι]] ἐμοὶ σχολὴ [[πάρα]] τ. Aesch. [[некогда мне ждать]];<br /><b class="num">10)</b> [[изнурять]], [[изводить]], [[мучить]] (κακοῖσι Hom.; ἀλλήλους τινί Hes.): ὑπὸ δόξης τριβέντες Luc. [[томимые жаждой славы]]; τῶν στρατιωτῶν τετριμμένων Polyb. [[когда бойцы были измучены]]; τρίβεσθαι ἐπί τι Plut. [[тратить силы на что-л.]];<br /><b class="num">11)</b> [[приучать]]: τετριμμένος δι᾽ ὅπλων Plut. [[привыкший к оружию]], [[закаленный]] в боях.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''τρίβω:''' μέλ. <i>τρίψω</i>, αόρ. <i>ἔτριψα</i>, απαρ. [[τρῖψαι]], παρακ. <i>τέτρῐφα</i> — Παθ., μέλ. <i>τρῐβήσομαι</i> και <i>τετρίψομαι</i>, αόρ. <i>ἐτρίφθην</i>, αόρ. βʹ ἐτρίβην [ῐ], παρακ. [[τέτριμμαι]], Ιων. γʹ πληθ. <i>τετρίφᾰται</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρίβω]], δηλ. [[αλωνίζω]] το [[σιτάρι]], σε Ομήρ. Ιλ.· μοχλὸν [[τρῖψαι]] ἐν ὀφθαλμῷ, να περιστρέψει το μοχλό μέσα στο [[μάτι]] του, σε Ομήρ. Οδ.· <i>χρυσὸν βασάνῳ τριβόμενον</i>, να το τρίψεις έτσι ώστε να ελέγξεις την καθαρότητά του (πρβλ. [[παρατρίβω]]), σε Θέογν. — Μέσ., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε τρίβεσθαι [[μύσος]], [[προστρίβω]] πάνω στα ιερά το μόλυσμά μου, τα [[μιαίνω]], τα [[μολύνω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρίβω]], [[μεταβάλλω]] σε [[σκόνη]], [[κοπανίζω]], [[ζυμώνω]], σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]], [[συντρίβω]], <i>βότρυν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[φθείρω]] δια της τριβής, [[καταστρέφω]] ενδύματα — Παθ., λέγεται για οδό, την [[φθείρω]] με το [[πάτημα]] ή την [[εξομαλύνω]], <i>ἀτραπὸς τετριμμένη</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[κατατρίβω]], [[διάγω]], [[δαπανώ]], Λατ. terere vitam, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., χάνω χρόνο, [[αναβάλλω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[ερημώνω]] [[χώρα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], σε Ησίοδ.· Παθ., καταστρέφομαι, φθείρομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. — Μέσ., <i>τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὑτήν</i>, λέγεται για εσωτερικὲς συγκρούσεις, στον ίδ. — Παθ., τριβόμενος [[λεώς]], καταπιεζόμενος [[λαός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρήματα και [[περιουσία]], [[κατασπαταλώ]], [[διασκορπίζω]], [[διασπαθίζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[συνέχεια]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ., [[ασχολούμαι]] [[πολύ]] με [[κάτι]] ή είμαι δοσμένος [[ολόψυχα]] σε [[κάτι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''τρίβω:''' μέλ. <i>τρίψω</i>, αόρ. <i>ἔτριψα</i>, απαρ. [[τρῖψαι]], παρακ. <i>τέτρῐφα</i> — Παθ., μέλ. <i>τρῐβήσομαι</i> και <i>τετρίψομαι</i>, αόρ. <i>ἐτρίφθην</i>, αόρ. βʹ ἐτρίβην [ῐ], παρακ. [[τέτριμμαι]], Ιων. γʹ πληθ. <i>τετρίφᾰται</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρίβω]], δηλ. [[αλωνίζω]] το [[σιτάρι]], σε Ομήρ. Ιλ.· μοχλὸν [[τρῖψαι]] ἐν ὀφθαλμῷ, να περιστρέψει το μοχλό μέσα στο [[μάτι]] του, σε Ομήρ. Οδ.· <i>χρυσὸν βασάνῳ τριβόμενον</i>, να το τρίψεις έτσι ώστε να ελέγξεις την καθαρότητά του (πρβλ. [[παρατρίβω]]), σε Θέογν. — Μέσ., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε τρίβεσθαι [[μύσος]], [[προστρίβω]] πάνω στα ιερά το μόλυσμά μου, τα [[μιαίνω]], τα [[μολύνω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρίβω]], [[μεταβάλλω]] σε [[σκόνη]], [[κοπανίζω]], [[ζυμώνω]], σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]], [[συντρίβω]], <i>βότρυν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[φθείρω]] δια της τριβής, [[καταστρέφω]] ενδύματα — Παθ., λέγεται για οδό, την [[φθείρω]] με το [[πάτημα]] ή την [[εξομαλύνω]], <i>ἀτραπὸς τετριμμένη</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[κατατρίβω]], [[διάγω]], [[δαπανώ]], Λατ. terere vitam, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., χάνω χρόνο, [[αναβάλλω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[ερημώνω]] [[χώρα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], σε Ησίοδ.· Παθ., καταστρέφομαι, φθείρομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. — Μέσ., <i>τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὑτήν</i>, λέγεται για εσωτερικὲς συγκρούσεις, στον ίδ. — Παθ., τριβόμενος [[λεώς]], καταπιεζόμενος [[λαός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρήματα και [[περιουσία]], [[κατασπαταλώ]], [[διασκορπίζω]], [[διασπαθίζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[συνέχεια]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ., [[ασχολούμαι]] [[πολύ]] με [[κάτι]] ή είμαι δοσμένος [[ολόψυχα]] σε [[κάτι]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρίβω:''' () (fut. τρίψω, aor. ἔτριψα; pass.: fut. τρῐβήσομαι и τρίψομαι, aor. ἐτρίφθην, aor. 2 ἐτρίβην с ῐ, pf. [[τέτριμμαι]] - ион. 3 л. pl. τετρίφᾰται)<br /><b class="num">1)</b> [[растирать]], тж. [[толочь]], [[молоть]] ([[κρῖ]] ἐν ἀλωῇ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[тереть]], [[потирать]], [[поглаживать]] (τὸ [[σκέλος]] τῇ χειρί Plat.): τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους (ὀδόντες) Arst. [[трущиеся друг]] о [[друга зубы]]; τετριμμένοι τὰ ἐπ᾽ ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων Her. [[со ссадинами на левой стороне головы]];<br /><b class="num">3)</b> [[стирать]], [[снашивать]]: τῶν ὑποδημάτων τὰ τριβόμενα или τετριμμένα Plut. [[изношенные места обуви]];<br /><b class="num">4)</b> [[утаптывать]], (плотно) [[убивать]] (ἀτραπὸς τετριμμένη Arph.);<br /><b class="num">5)</b> [[уничтожать]] (τὰ σκῆπτρά τινος Arph.);<br /><b class="num">6)</b> [[потреблять]], тж. [[расходовать]], [[тратить]] (τι τῶν οἰκηΐων Her.);<br /><b class="num">7)</b> [[разорять]], [[опустошать]] (τὰ πεδία Θρῄκης Eur.);<br /><b class="num">8)</b> (о [[времени]] и т. п.) [[проводить]]: δυστυχῆ τ. βίον Soph. [[влачить несчастное существование]]; βίον τ. [[γεωργικόν]] Arph. [[вести жизнь земледельца]];<br /><b class="num">9)</b> [[медлить]], [[тянуть]]: τ. τὸν πόλεμον Polyb. [[затягивать войну]]; τριβόντων τούτων Dem. в [[то время как они медлят]]; [[οὔτοι]] ἐμοὶ σχολὴ [[πάρα]] τ. Aesch. [[некогда мне ждать]];<br /><b class="num">10)</b> [[изнурять]], [[изводить]], [[мучить]] (κακοῖσι Hom.; ἀλλήλους τινί Hes.): ὑπὸ δόξης τριβέντες Luc. [[томимые жаждой славы]]; τῶν στρατιωτῶν τετριμμένων Polyb. [[когда бойцы были измучены]]; τρίβεσθαι ἐπί τι Plut. [[тратить силы на что-л.]];<br /><b class="num">11)</b> [[приучать]]: τετριμμένος δι᾽ ὅπλων Plut. [[привыкший к оружию]], [[закаленный]] в боях.
|lstext='''τρίβω''': [ῑ], μέλλ. τρίψω· ἀόρ. ἔτριψα, ἀπαρ. τρῖψαι Ὀδ. Ι. 333, κτλ.· πρκμ. τέτρῐφα (συν-) Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσι» 4. - Μέσ., μέλλ. τρίψομαι (προσ-) Ἀντιφῶν 127. 2· ἀόρ. ἐτριψάμην Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 25. - Παθητ., μέλλ. τριφθήσομαι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 65, κλπ.· τρῐβήσομαι Πλουτ. Δίων 25, (ἐκ-) Σοφ. Ο. Τ. 428, (κατα-) Ξεν.· [[ὡσαύτως]] τετρίψομαι (ἐπι-) Ἀριστοφ. Εἰρ. 346· καὶ μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασ., Θουκ. 6. 18., 7. 42· - ἀόριστ. ἐτρίφθην ὁ αὐτ. 2. 77· τριφθῆναι Κωμικ. Ἀποσπ. (Ἀντιφ.) 3, 54, (δια) Δημ. 393. 1· συχνότερον ἀόρ. β΄ ἐτρίβην [], Ἀριστ. Προβλ. 10. 27· (δι-) Ἡρόδ. 7. 120, Θουκ.· (ἐπ-) συχν. παρ’ Ἀριστοφ.· (κατ-) Πλάτ.· (συν-) Ἀριστοφάν., κλπ.· - πρκμ. τέτριμμαι Πλάτ. Φαίδων 116D· Ἰωνικ. γ΄ πληθ. τετρίφᾰται Ἡρόδ. 2. 98. Πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, προσ-[[τρίβω]]. [ῐ μόνον ἐν τῷ πρκμ. καὶ ἐν τῷ ἀορ. β΄, ὡς καὶ ἐν συνθέτοις, ἅτινα κατὰ τὸ πλεῖστον παράγονται ἐκ τοῦ ἀορίστ. β΄]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε [[τείρω]]). Τρίβω, δηλ. [[ἁλωνίζω]] σῖτον, [[διότι]] τὸ ἁλώνισμα ἐτελεῖτο διὰ τῆς τριβῆς τῆς γινομένης διὰ τοῦ πατήματος τῶν βοῶν ἢ διὰ κυλίνδρῳν ἐπικυλιομένων, ὡς δ’ ὅτε τις ζεύξῃ βόας ἄρσενας... τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ, [[ῥίμφα]] τε λέπτ’ ἐγένοντο βοῶν ὑπὸ πόσσ’ ἐριμύκων, ὣς Ἰλ. Υ. 496· μοχλὸν ἀείρας τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, νὰ περιστρέψῃ αὐτὸν ἐντὸς τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ὀδ. Ι. 333· ἄπεφθον χρυσὸν ἐρυθρὸν [[ἰδεῖν]] τριβόμενον βασάνῳ δηλ. Λυδίᾳ λίθῳ (πρβλ. [[παρατρίβω]]), Θέογν. 450· τρ. μᾶζαν Ἀριστοφ. Εἰρ. 8, κλπ.· τρ. τὸ [[σκέλος]] Πλάτ. Φαίδων 60Β· τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις τῷ τρίβειν ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 46Α· τρ. τὴν κεφαλήν, εἰς ἔνδειξιν στενοχωρίας, Αἰσχίν. 34. 26· ταῖς χερσὶ [τὰς τρίχας] τρ. Ξενοφ. Ἱππ. 5. 5· τὸν [[πόδα]] μύροις τρ. Εὔβουλος ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε... τρίβομαι [[μύσος]], [[προστρίβω]] ἐπὶ τῶν ἱερῶν τὸ μόλυσμά μου, [[μιαίνω]] αὐτὰ (πρβλ. [[προστρίβω]]), Αἰσχύλ. Εὐμ. 195. - Παθητ., τετριμμένοι τὰ ἐπ’ ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων Ἡρόδ. 2. 93· ὕλη τριφθεῖσα ὑπ’ ἀνέμων πρὸς αὐτήν, [[ὥστε]] νὰ ἀναφθῇ, Θουκ. 2. 77· ὀδόντες τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 5. 2) [[τρίβω]], [[μεταβάλλω]] εἰς κόνιν, [[κοπανίζω]], ζυμώνω, ἀνακατώνω, [[φάρμακον]], [[κώνειον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 486, Πλάτ. Φαίδων 117Β· καταπλαστόν, μᾶζαν Ἀριστοφ. Πλ. 717, Εἰρ. 816· κάρυα καὶ ἀμύγδαλα εἰς θυείαν τρ. Ἀθήν. 648Α· τὸ [[μέλαν]] Δημ. 313. 11. - Παθ., τετριμμένα θυμιήματα Ἡρόδ. 2. 86 ἄρτοι [[σφόδρα]] τετριμμένοι Ἀριστ. Προβλ. 15. 17, πρβλ. 21. 22. 3) [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]], [[συντρίβω]], βότρυν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 530· τὴν [[ῥῖνα]], τὸν ὀφθαλμὸν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 31. 1· ἀμφορέως τὸν πύνδακα [[αὐτόθι]] 25. 2. ΙΙ. διὰ τῆς τριβῆς [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] ἐνδύματα (ἴδε [[τρίβων]]), τῶν ὑποδημάτων τὰ τετριμμένα Πλούτ. 2. 680Α· ἐπὶ ὁδοῦ, πατῶν [[φθείρω]] ἢ ποιῶ αὐτὴν ὁμαλήν, ἀλλ’ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη ἡ διὰ θυείας, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ σημασίας τοῦ [[κοπανίζω]] ἐν ἰγδίῳ, «τετριμμένην δὲ ἅμα μὲν ὡς ἐπὶ ὁδοῦ καθημαξευμένης, ἅμα δὲ καὶ διὰ τὸ τρίβεσθαι τὸ [[κώνειον]]» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 123· τρίβει οὐρανόν, ἡ [[τρίβος]] [[αὐτοῦ]] διέρχεται τὸν οὐρανὸν (π. βλ. [[τρίβος]]), Ἄρατ. 231· τρ. κύματα, ἐπὶ πλοίου, Ἀνθολ. ΙΙ. 9. 34. 2) ἐπὶ χρόνου, [[κατατρίβω]], [[διάγω]], Λατ. terere vitam δυστυχῆ τρ. βίον Σοφ. Ἠλ. 602· νησιώτην τρ. βίον Εὐρ. Ἡρακλ. 86· βίον τρ. γεωργικὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 590· ὀδυνηρὸν τρ. βίοτον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 526· τρ. πόλεμον, [[ἐπιμηκύνω]] τὸν πόλεμον, Πολύβ. 2. 63, 4· - ἀπολ., χάνω καιρόν, [[βραδύνω]], [[ἀναβάλλω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1056, Δημ. 678. 10. 3) ἐρημώνω χώραν, Εὐρ. Ἑκ. 1142. ΙΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ προσώπων, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]], σκολιῇσι δίκῃσι ἀλλήλους τρίβουσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 249· [[μηδὲ]] τρίβεσθε κακοῖσι, [[μηδὲ]] καταπονεῖτε ἑαυτοὺς κακοῖς, Ἰλ. Ψ. 735· [[ἄλλην]] γενεὰν τρίβειν θανάτοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1573· τρ. ἀμφοτέρους, φθείρειν, καταστρέφειν, Θουκ. 8. 56, πρβλ. 7. 48· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὐτήν, δι’ ἐσωτερικῶν συγκρούσεων, ὁ αὐτ. 6. 18, πρβλ. 7. 42. - Παθητ., τριβόμενος [[ληός]], καταπιεζόμενος [[λαός]], Ἡρόδ. 2. 124. 2) ἐπὶ χρημάτων καὶ περιουσίας, κατασπαταλῶ, [[διασκορπίζω]], ἀσωτεύω, [[οὔτε]] τι τῶν οἰκηίων τρίβουσι [[οὔτε]] δαπανέονται [[αὐτόθι]] 37. 3) συνεχῶς μεταχειρίζομαι, κατώμοσα... μὴ πολὺν χρόνον θεοὺς ἔτι σκῆπτρα τἀμὰ τρίψειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 636 ὀνόματα κοινὰ καὶ τετριμμένα Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· ἡ τετρ. καὶ κοινὴ [[διάλεκτος]] ὁ αὐτ. π. Θουκ. 23. 4) Παθ., πολὺ ἀσχολοῦμαι [[περί]] τι ἢ εἶμαι δεδομένος ὁλοψύχως εἴς τι, πολέμῳ Ἡρόδ. 3. 134· ἀμφ’ ἀρετῇ τρίβου, ἀσκῶ ἀρετήν, γυμνάζομαι εἰς αὐτήν, Θέογν. 465· πολεμικὸς καὶ τετρ. δι’ ὅπλων Πλουτ. Εὐμ. 11· ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 41· [[περί]] τι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 24. 12.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίβω [~ τείρω, τετραίνω, τρύω] perf. τέτριφα, 3 plur. Ion. τετρίφαται wrijven, fijn wrijven:; τριβέμεναι κρῖ om de gerst te dorsen Il. 20.496; τρίβειν τὸ σκέλος over zijn been wrijven Plat. Phaed. 60b; med.:; πλησίοισι τρίβεσθαι μύσος de besmetting van zich afwrijven op wie in de buurt is Aeschl. Eum. 195; μοχλὸν ἀείρας τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ de paal op te tillen en in het oog te draaien Od. 9.333; φάρμακον κατάπλαστον... τρίβειν een genezende zalf klaarmaken Aristoph. Pl. 717; kneden:; τρίβε πολλάς kneed een heleboel (broden)! Aristoph. Pax. 8; ook pass.: θυμιήματα τετριμμένα fijngewreven specerijen Hdt. 2.86.4. slijten, verslijten:; πόδας τρίβειν zijn voeten slijten Theocr. Id. 7.123; pass.:; φαίνονται τετριμμένοι τὰ ἐπ’ ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων zij vertonen schaafplekken aan de linkerkant van hun koppen Hdt. 2.93.3; ἀτραπὸς τετριμμένη uitgesleten pad Aristoph. Ran. 123; overdr.: (tijd) doorbrengen:; τρίβειν βίον zijn leven leiden Soph. El. 602; ὀδυνηρότερον τρίψεις βίοτον πολύ je zult een veel moeilijker leven slijten Aristoph. Pl. 526; talmen, tijd verliezen:. οὔτοι θυραίαι τῇδέ μοι σχολὴ πάρα τρίβειν ik mag geen tijd verdoen met hier buiten te blijven Aeschl. Ag. 1056. uitputten, afmatten:; σκολιῇσι δίκῃσι ἀλλήλους τρίβουσι zij putten elkaar uit met kromme rechtspraak Hes. Op. 251; med.:; τρίβεσθαι πολέμῳ zich afmatten door oorlog Hdt. 3.134.2; μηδὲ τρίβεσθε κακοῖσι houdt op u af te matten in ellende Il. 23.735; pass.:; τριβομένῳ τῷ λεῷ voor het beproefde volk Hdt. 2.124.3; ptc. perf. pass. τετριμμένος doorkneed, ervaren:; τετριμμένος δι’ ὅπλων gehard in de strijd Plut. Eum. 11.3; van zaken opmaken, plunderen:. οὔτε τι γὰρ τῶν οἰκηΐων τρίβουσι want zij spenderen niets uit eigen zak Hdt. 2.37.4; πεδία τρίβειν de vlakten plunderen Eur. Hec. 1142.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj