3,273,405
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />ciseaux.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψαλόν]]. | |btext=ίδος (ἡ) :<br />ciseaux.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψαλόν]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=ψαλίς -ίδος, ἡ [~ ψάλιον] schaar. gewelfde gang, tunnel. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψᾰλίς:''' ίδος, Arst. [[varia lectio|v.l.]] ῖδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ножницы]] (Arph.; ψαλίδεσσι [[καρῆναι]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[кольцо]] или [[браслет]] Soph.;<br /><b class="num">3)</b> [[свод]], [[сводчатое строение]] (στενὴ ψ. Soph.; ψ. [[προμήκης]] Plat.): τὸ [[σχῆμα]] τῆς ψαλίδος Arst. сводчатая форма;<br /><b class="num">4)</b> [[арка]]: ἡ καμφθεῖσα ψ. Diod. подпорная арка. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''ψᾰλίς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ψαλίδι]], Λατ. [[forfex]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[κτίριο]] με μυτερή πέτρινη [[σκεπή]], [[θόλος]], Λατ. [[fornix]], σε Σοφ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''ψᾰλίς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ψαλίδι]], Λατ. [[forfex]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[κτίριο]] με μυτερή πέτρινη [[σκεπή]], [[θόλος]], Λατ. [[fornix]], σε Σοφ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ψαλίς''': τὸ [[μέχρι]] δέρματος τοῦτο [[ξύρισμα]], [[ὅπερ]] ἐγίνετο ὡς τιμωρίαν τῶν μοιχῶν, ἐκαλεῖτο [[κῆπος]]. ΙΙ. [[ὄνομα]] πολυτίμου τινὸς λίθου, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 173, Πλούτ. 2. 1154D.<br />ψᾰλίς: -ίδος, ἡ, «ψαλίδι», Λατ. forfex, ἐχρησίμευεν ὡς κομμμωτικὸν [[ἐργαλεῖον]] γυναικός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 362· δρεπάνοισι καὶ οὐ ψαλίδεσσι καρῆναι Ἀνθολ. Παλατ. 11. 368 ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ [[διπλῆ]] [[μάχαιρα]] Πολυδ. Β΄, 32 ([[ὅθεν]] ἐν Γ΄, 140, ὁ Ἑρρ. Στέφ. ἔγραψε [[διπλῆ]] ἀντὶ μία). ΙΙ. [[εἶδος]] οἰκοδομήματος χαμηλοῦ μετὰ ψαλιδοειδοῦς στέγης ἐκ πλακῶν, Λατ. fornix, στενὴν δ’ ἔδυμεν ψαλίδα Σοφ. Ἀποσπ. 336· ψαλίδα προμήκη λίθων Πλάτ. Νόμ. 947D· (διάφ. γραφ. ἁψῖδα)· ― πιθανῶς οὐχὶ τοξοειδὴς [[θόλος]] ἀλλ’ [[ὅμοιος]] τῷ ἐν Τίρυνθι οἰκοδομήματι οὗ εἰκὼν φέρεται ἐν τῷ Λεξ. Ἀρχαιοτ. Σμιθίου 125, ἴδε μετάφρ. Τσιβανοπούλου σ. 1010. 2) παρὰ μεταγεν. βεβαίως τοξοειδὴς [[καμάρα]] (ἡμικυλίνδριον τὸ [[σχῆμα]] ἔχουσα) Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 3. 33· ἔχουσα κεντρικοὺς λίθους ἢ κατακλεῖδας (ὀμφαλούς), Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 28· καὶ οὗσα [[καμπύλη]] (καμφθεῖσα), Στράβ. 813, Διόδ. 2. 9· ἑρμηνεύται διὰ τοῦ [[καμάρα]] καὶ ἁψίς, Σχόλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (ἐν τῇ Ἐξόδ. ΚΖ΄, 10, 11) αἱ ψ. τῶν στύλων φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] αἱ σπειροειδεῖς ἢ καμπύλαι ἐξοχαὶ αἱ μεταξὺ τοῦ κιονοκράνου καὶ τοῦ κίονος· ἴδε Ewald Antiqq. σελ. 323 (τῆς Ἀγγλ. μεταφρ.). IV. = ταχεῖα [[κίνησις]], Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |