Anonymous

ἄγκαθεν: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>adv.</i><br />en embrassant.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀγκάς]].<br /><span class="bld">2</span><i>poét. c.</i> [[ἀνέκαθεν]].
|btext=<i>adv.</i><br />en embrassant.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀγκάς]].<br /><span class="bld">2</span><i>poét. c.</i> [[ἀνέκαθεν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἄγκᾰθεν''': ἐπίρρ. ὡς τὸ [[ἀγκάς]], ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ἄγκ. λαβεῖν τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 80. ΙΙ. κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[ἀνέκαθεν]] = [[ἄνωθεν]], ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3 (ἴδε Σχολ. ἐν τόπῳ, Ἡσύχ., Α. Β. 337. 25.)· ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ὁ Ἕρμαν ἑρμηνεύει cubito presso, μετὰ κεκαμμένου βραχίονος, δηλ. στηριζόμενος ἐπὶ τοῦ βραχίονος, ἀφ᾿ οὗ ἁπανταχοῦ τὸ ἀγκ- εὕρηται ἀντὶ τοῦ ἀνακ-, [[οὐδέποτε]] δὲ ἀντὶ τοῦ ἀνεκ-· ἀλλ’ ἴδε Schneidew. Philol. 3. σ. 117 κἑξ. ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 349 [[ἀνέκαθεν]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]].
|elnltext=[[ἄγκαθεν]] [[ἀγκάς]] adv.<br /><b class="num">1.</b> in de armen:. [[ἄγκαθεν]] λαμβάνειν in de armen nemen Aeschl. Eum. 80.<br /><b class="num">2.</b> op de ellebogen:. κοιμώμενος [[ἄγκαθεν]] (voorover) liggend op mijn ellebogen Aeschl. Ag. 3.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄγκᾰθεν:''' επίρρ. όπως το [[ἀγκάς]],<br /><b class="num">I.</b> στην [[αγκαλιά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> με λυγισμένο βραχίονα, δηλ. στηριζόμενος στο βραχίονα, στον ίδ.· όχι αντί [[ἀνέκαθεν]], εφόσον το <i>ἀγκ-</i> υπάρχει αντί του <i>ἀνακ-</i> και [[ουδέποτε]] αντί του <i>ἀνεκ-</i>.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 31: Line 28:
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> like [[ἀγκάς]], in the [[arms]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> with [[bent]] arm, resting on the arm, Aesch. [not for [[ἀνέκαθεν]], [[since]] ἀγκ- stands for ἀνακ-, [[never]] for ἀνεκ-.]
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> like [[ἀγκάς]], in the [[arms]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> with [[bent]] arm, resting on the arm, Aesch. [not for [[ἀνέκαθεν]], [[since]] ἀγκ- stands for ἀνακ-, [[never]] for ἀνεκ-.]
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=[[ἄγκαθεν]] [[ἀγκάς]] adv.<br /><b class="num">1.</b> in de armen:. [[ἄγκαθεν]] λαμβάνειν in de armen nemen Aeschl. Eum. 80.<br /><b class="num">2.</b> op de ellebogen:. κοιμώμενος [[ἄγκαθεν]] (voorover) liggend op mijn ellebogen Aeschl. Ag. 3.
|lsmtext='''ἄγκᾰθεν:''' επίρρ. όπως το [[ἀγκάς]],<br /><b class="num">I.</b> στην [[αγκαλιά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> με λυγισμένο βραχίονα, δηλ. στηριζόμενος στο βραχίονα, στον ίδ.· όχι αντί [[ἀνέκαθεν]], εφόσον το <i>ἀγκ-</i> υπάρχει αντί του <i>ἀνακ-</i> και [[ουδέποτε]] αντί του <i>ἀνεκ-</i>.
}}
{{ls
|lstext='''ἄγκᾰθεν''': ἐπίρρ. ὡς τὸ [[ἀγκάς]], ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ἄγκ. λαβεῖν τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 80. ΙΙ. κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[ἀνέκαθεν]] = [[ἄνωθεν]], ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3 (ἴδε Σχολ. ἐν τόπῳ, Ἡσύχ., Α. Β. 337. 25.)· ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ὁ Ἕρμαν ἑρμηνεύει cubito presso, μετὰ κεκαμμένου βραχίονος, δηλ. στηριζόμενος ἐπὶ τοῦ βραχίονος, ἀφ᾿ οὗ ἁπανταχοῦ τὸ ἀγκ- εὕρηται ἀντὶ τοῦ ἀνακ-, [[οὐδέποτε]] δὲ ἀντὶ τοῦ ἀνεκ-· ἀλλ’ ἴδε Schneidew. Philol. 3. σ. 117 κἑξ. ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 349 [[ἀνέκαθεν]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]].
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[in the arms]]
|woodrun=[[in the arms]]
}}
}}