Anonymous

ἀλείφω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>f.</i> ἀλείψω, <i>ao.</i> [[ἤλειψα]], <i>pf.</i> [[ἀλήλιφα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ἠλείφθην]], <i>pf.</i> [[ἀλήλιμμαι]];<br /><b>1</b> graisser, oindre ; préparer à la lutte ; préparer <i>en gén.</i><br /><b>2</b> enduire <i>en gén. (de cire, de fard, etc.)</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀλείφομαι (<i>f.</i> ἀλείψομαι, <i>ao.</i> ἠλειψάμην) s'enduire soi-même.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., R. Λιπ graisser.
|btext=<i>f.</i> ἀλείψω, <i>ao.</i> [[ἤλειψα]], <i>pf.</i> [[ἀλήλιφα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ἠλείφθην]], <i>pf.</i> [[ἀλήλιμμαι]];<br /><b>1</b> graisser, oindre ; préparer à la lutte ; préparer <i>en gén.</i><br /><b>2</b> enduire <i>en gén. (de cire, de fard, etc.)</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀλείφομαι (<i>f.</i> ἀλείψομαι, <i>ao.</i> ἠλειψάμην) s'enduire soi-même.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., R. Λιπ graisser.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἀλείφω''': Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. -ψω (ἐξ-), Εὐρ. Ι.Α. 1486. Πλάτ.: ἀόρ. ἤλειψα, Ὅμ., Ἀττ., Ἐπ. ἄλειψα, Ὀδ. Μ.177: πρκμ. ἀλήλῐφα (ἀπ-), Δημ. 1243, ἐν τέλ. (ἐξ-), Ἀριστείδ.: - Μέσ. μέλλ. -ψομαι, Θουκ. 4. 68· ἀόρ. ἠλειψάμην, Ἀττ., Ἐπ., ἀλ-, Ἰλ. Ξ. 171. - Παθ. μέλλ. ἀλειφθήσομαι (ἐξ-), Δημ. 792. 4: ἀόρ. α΄ ἠλείφθην, Ἱππ. 514. 6, Πλάτ. Λύσ. 217C. (ἐξ-), Εὐρ., κτλ., ἀλλ’ ἀόρ. β΄ ἐξηλίφην ἀναγινώσκεται ἐκ χειρογράφ. ὑπὸ Βεκκ. ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 258Β, πρβλ. Ἰωσήπ. Α. Ἰ. 17.12, 2, Δίωνα Κ. 55. 13: πρκμ. ἀλήλιμμαι, Θουκ. 4. 68 (ἐξ-, ὑπ-). Δημ. 791. 13, Ξεν. Οἰκ. 10, 6. - Οἱ τύποι τοῦ πρκμ. ἀλήλειφα, ἀλήλειμμαι, εἴληφα, εἴλημμαι ἀπαντῶσιν ἐν χειρογρ., ἴδε Ἀριστ. . Ζ. 5, 19. 8., 5. 23, 3, Πλουτ. Μάρκελλ. 17, Λουκ. Ἁλ. 24 καὶ 36, κτλ. (Ἐκ √ΛΙΠ μὲ προθεματικὸν α· ἴδε ἐν λέξ. [[λίπος]]). Ἀλείφω ἢ [[χρίω]] δι’ ἐλαίου, [[ἀλείφω]] τὸ δέρμα, ὡς ἔπραττον μετὰ τὸ [[λουτρόν]], καὶ τὸ μὲν ἐνεργ. παριστᾷ τὴν πρᾶξιν γινομένην ἐπὶ ἑτέρου, τὸ δὲ [[μέσον]] ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ ὑποκειμένου, λοῦσαι κέλετ’ [[ἀμφί]] τ’ ἀλεῖψαι, Ἰλ. Ω. 582, ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ἀλλαχοῦ ἀείποτε προσθέτει [[λίπα]] ἢ λίπ’ ἐλαίω, (ἴδε ἐν λ. [[λίπα]]), πάντα λοέσσατο καὶ λίπ’ ἄλειψεν, Ὀδ. Ζ. 227· λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ’ ἐλαίῳ, Ἰλ. Κ. 577· πρβλ. Ξ. 171, Σ. 350· λέγεται ἐπὶ τῆς ἕξεως τοῦ ἀλείφεσθαι πρὸς γυμνικὰς ἀσκήσεις, [[λίπα]] μετὰ τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο, Θουκ. 1. 6· [[λίπα]] γὰρ ἀλείψεσθαι, ὁ αὐτ. 4. 68. 2) χορηγῶ τὸ [[ἔλαιον]] διὰ τοὺς γυμναστάς, ἀλειφούσης τῆς πόλεως, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 1957g, πρβλ. 2820Α, 3616 -17, καὶ ἀλλ.: - Παθ. οἱ ἀλειφόμενοι, οἱ ἐν τοῖς γυμνασίοις νέοι, οἱ ἀσκούμενοι διὰ τοὺς ἀγῶνας, [[αὐτόθι]] 108b, 256, 1183, καὶ ἀλλ., ἀλείφεσθαι [[παρά]] τινι, φοιτᾶν εἰς τὸ γυμνάσιόν τινος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1, 2, 26· πρβλ. [[ἀλείπτης]], 2. 3) [[ἑτοιμάζω]] ὡς εἰς γυμνικοὺς ἀγῶνας, παραθαρρύνω, παρορμῶ, Δημάδ. 180, 29, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 6· ἤλειφεν [ἑαυτὸν] ἐπὶ τὸν Κλώδιον, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 16· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 3· πρβλ. [[ἀλείπτης]], 2. II. ὡς τὸ [[ἐπαλείφω]], παρ’ Ὁμ., [[καθόλου]], [[χρίω]], [[ἐπιχρίω]], κονιῶ δι’ ἀσβέστου, ἀσπρίζω, [[κλείω]] δι’ ἐπιχρίσματος, βύω, Λατ. linere· οὔατα ἀλεῖψαι, βῦσαι τὰ ὦτα, Ὀδ. Μ. 47.177, 200· ἀλ. αἵματι, Ἡρόδ. 3. 8· μίλτῳ, Ξεν. Οἰκ. 10.5· ψιμυθίῳ, Πλάτ. Λύσ. 217D. III. [[ἐξαλείφω]], [[ἀπαλείφω]]· πρβλ. [[ἀλοιφή]] III.
|elnltext=[[ἀλείφω]], ep. aor. ἄλειψα; perf. med. [[ἀλήλιμμαι]].<br /><b class="num">1.</b> zalven, insmeren met olie; med. zich zalven of insmeren met olie.<br /><b class="num">2.</b> bestrijken, besmeren, met acc.; smeren op, met [[ἐπί]] + dat.:; κηρὸν … ὅν [[σφιν]] ἐπ’ ὠσὶν ἄλειψα de was die ik hen op de oren had gesmeerd Od. 12.200; pass.. τὸ ἐπαλειφθέν dat wat erop is gesmeerd Plat. Lys. 217c.<br /><b class="num">3.</b> overdr. ‘[[ zich insmeren voor]]’, vandaar: zich voorbereiden op, met [[ἐπί]] + acc.: (ἄγωνες) ἐφ’ οὓς ἑαυτὸν [[ὑπὲρ]] τῆς ὅλης Ἑλλάδος ἤλειφε gevechten waarvoor hij zich ten behoeve van heel Griekenland warmliep (d.w.z. waarop hij zich voorbereidde) Plut. Them. 3.5.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλείφω:''' () (pf. pass. [[ἀλήλιμμαι]] и ἤλειμμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[натирать]] (преимущ. маслом), смазывать, умащивать (ἐλαιῳ Hom.; τῷ αἵματι λίθους Her.; τὸ [[σῶμα]] ἀληλιμμένον Plut.): μίλτῳ ἀλειφόμενος Xen. нарумянившийся; χρώματι ψιμυθίῳ ἀλεῖψαί τι Plat. выкрасить что-л. белилами;<br /><b class="num">2)</b> натирать тело маслом, т. е. готовить к борьбе (ἑαυτὸν ἐπὶ ἀγῶνας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[замазывать]], [[затыкать]] ([[οὔατα]], sc. κηρῷ Hom.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[anoint with oil]] (Il.).<br />Dialectal forms: Myc. [[enaripoto]] /[[enaliptos]]/; [[arepate]] /[[aleiphatei]]/; [[arepazoo]] /[[aleiphzoos]]/ <b class="b2">boiler (ζέω) of unguent</b>.<br />Derivatives: [[ἄλειφαρ]], <b class="b3">-ατος</b> [[unguent]], [[anoiting-oil]] (Il.) and [[ἄλειφα]] n. (> Lat. [[adeps]] ). [[ἀλοιφή]] [[anointing]], [[grease]] (<b class="b3">-α</b> from *-n̥t?, Szemerényi Studi Mic. 2, 1967, 23 n. 64).<br />Origin: IE [Indo-European] [00] <b class="b2">*h₂leibʰ-</b><br />Etymology: Generally connected with [[λίπος]] ([[quod vide|q.v.]]), but this is impossible since the <b class="b3">α-</b> can no longer be a prothesis, and because of the [[-p-]] and because its meaning, [[fat]], is quite different. Connection with [[ἀλίνω]] is formally (<b class="b2">h₂lei(bʰ)-</b>) and semantically easy. S. [[sub verbo|s.v.]] (improbable suggestions Szemerényi Gnomon 42 (1971) 653.) Semantically comparable with Skt. <b class="b2">limpáti</b> [[smear]], [[stick]], [[adhere]], but Gr. <b class="b3">-φ-</b> makes this impossible (s. [[λίπος]]); Goth. [[bileiban]] etc.? Cf. Pok. 670 [[leip-]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From Root !lip, with α prefixed, v. [[λίπος]]<br /><b class="num">I.</b> to [[anoint]] with oil, oil the [[skin]], as was done [[after]] bathing, or [[before]] [[gymnastic]] exercises, the Act. referring to the act of [[another]], Mid. to [[oneself]], Il.; often with [[λίπα]] added (v. [[λίπα]]):— metaph. to [[prepare]] as if for [[gymnastics]], to [[stimulate]], Plat., etc.<br /><b class="num">II.</b> like [[ἐπαλείφω]], to [[plaster]], [[οὔατα]] ἀλεῖψαι to [[stop]] up the ears, Od.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 46:
|lsmtext='''ἀλείφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. αʹ [[ἤλειψα]], Επικ. <i>ἄλειψα</i>· παρακ. <i>ἀλήλῐφα</i> — Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἠλειψάμην</i>, Επικ. <i>ἀλ-</i><br /><b class="num">I.</b> Παθ. μέλ. <i>ἀλειφθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠλείφθην]], παρακ. [[ἀλήλιμμαι]]. (Από τη √<i>ΛΙΠ</i> με <i>α προθεματικό</i>, βλ. [[λίπος]]), [[αλείφω]] με [[λάδι]], [[λαδώνω]] το [[δέρμα]], όπως γινόταν [[μετά]] το [[λουτρό]], ή [[πριν]] από τις γυμνικές ασκήσεις· το Ενεργ. αναφέρεται στην [[ενέργεια]] άλλου, το Μέσ. στην [[ενέργεια]] του ίδιου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]] συντάσσεται με το [[λίπα]] ή λίπ' ἐλαίῳ (βλ. [[λίπα]])· μεταφ., [[προετοιμάζω]] όπως στους γυμνικούς αγώνες, [[κεντρίζω]], [[παρακινώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἐπαλείφω]], [[βάζω]], [[επιθέτω]] [[έμπλαστρο]], [[οὔατα]] ἀλεῖψαι, βουλώνω τα αυτιά, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀλείφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. αʹ [[ἤλειψα]], Επικ. <i>ἄλειψα</i>· παρακ. <i>ἀλήλῐφα</i> — Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἠλειψάμην</i>, Επικ. <i>ἀλ-</i><br /><b class="num">I.</b> Παθ. μέλ. <i>ἀλειφθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠλείφθην]], παρακ. [[ἀλήλιμμαι]]. (Από τη √<i>ΛΙΠ</i> με <i>α προθεματικό</i>, βλ. [[λίπος]]), [[αλείφω]] με [[λάδι]], [[λαδώνω]] το [[δέρμα]], όπως γινόταν [[μετά]] το [[λουτρό]], ή [[πριν]] από τις γυμνικές ασκήσεις· το Ενεργ. αναφέρεται στην [[ενέργεια]] άλλου, το Μέσ. στην [[ενέργεια]] του ίδιου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]] συντάσσεται με το [[λίπα]] ή λίπ' ἐλαίῳ (βλ. [[λίπα]])· μεταφ., [[προετοιμάζω]] όπως στους γυμνικούς αγώνες, [[κεντρίζω]], [[παρακινώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἐπαλείφω]], [[βάζω]], [[επιθέτω]] [[έμπλαστρο]], [[οὔατα]] ἀλεῖψαι, βουλώνω τα αυτιά, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ἀλείφω:''' () (pf. pass. [[ἀλήλιμμαι]] и ἤλειμμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[натирать]] (преимущ. маслом), смазывать, умащивать (ἐλαιῳ Hom.; τῷ αἵματι λίθους Her.; τὸ [[σῶμα]] ἀληλιμμένον Plut.): μίλτῳ ἀλειφόμενος Xen. нарумянившийся; χρώματι ψιμυθίῳ ἀλεῖψαί τι Plat. выкрасить что-л. белилами;<br /><b class="num">2)</b> натирать тело маслом, т. е. готовить к борьбе (ἑαυτὸν ἐπὶ ἀγῶνας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[замазывать]], [[затыкать]] ([[οὔατα]], sc. κηρῷ Hom.).
|lstext='''ἀλείφω''': Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. -ψω (ἐξ-), Εὐρ. Ι.Α. 1486. Πλάτ.: ἀόρ. ἤλειψα, Ὅμ., Ἀττ., Ἐπ. ἄλειψα, Ὀδ. Μ.177: πρκμ. ἀλήλῐφα (ἀπ-), Δημ. 1243, ἐν τέλ. (ἐξ-), Ἀριστείδ.: - Μέσ. μέλλ. -ψομαι, Θουκ. 4. 68· ἀόρ. ἠλειψάμην, Ἀττ., Ἐπ., ἀλ-, Ἰλ. Ξ. 171. - Παθ. μέλλ. ἀλειφθήσομαι (ἐξ-), Δημ. 792. 4: ἀόρ. α΄ ἠλείφθην, Ἱππ. 514. 6, Πλάτ. Λύσ. 217C. (ἐξ-), Εὐρ., κτλ., ἀλλ’ ἀόρ. β΄ ἐξηλίφην ἀναγινώσκεται ἐκ χειρογράφ. ὑπὸ Βεκκ. ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 258Β, πρβλ. Ἰωσήπ. Α. Ἰ. 17.12, 2, Δίωνα Κ. 55. 13: πρκμ. ἀλήλιμμαι, Θουκ. 4. 68 (ἐξ-, ὑπ-). Δημ. 791. 13, Ξεν. Οἰκ. 10, 6. - Οἱ τύποι τοῦ πρκμ. ἀλήλειφα, ἀλήλειμμαι, εἴληφα, εἴλημμαι ἀπαντῶσιν ἐν χειρογρ., ἴδε Ἀριστ. Ἰ. Ζ. 5, 19. 8., 5. 23, 3, Πλουτ. Μάρκελλ. 17, Λουκ. Ἁλ. 24 καὶ 36, κτλ. (Ἐκ √ΛΙΠ μὲ προθεματικὸν α· ἴδε ἐν λέξ. [[λίπος]]). Ἀλείφω ἢ [[χρίω]] δι’ ἐλαίου, [[ἀλείφω]] τὸ δέρμα, ὡς ἔπραττον μετὰ τὸ [[λουτρόν]], καὶ τὸ μὲν ἐνεργ. παριστᾷ τὴν πρᾶξιν γινομένην ἐπὶ ἑτέρου, τὸ δὲ [[μέσον]] ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ ὑποκειμένου, λοῦσαι κέλετ’ [[ἀμφί]] τ’ ἀλεῖψαι, Ἰλ. Ω. 582, ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ἀλλαχοῦ ἀείποτε προσθέτει [[λίπα]] ἢ λίπ’ ἐλαίω, (ἴδε ἐν λ. [[λίπα]]), πάντα λοέσσατο καὶ λίπ’ ἄλειψεν, Ὀδ. Ζ. 227· λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ’ ἐλαίῳ, Ἰλ. Κ. 577· πρβλ. Ξ. 171, Σ. 350· λέγεται ἐπὶ τῆς ἕξεως τοῦ ἀλείφεσθαι πρὸς γυμνικὰς ἀσκήσεις, [[λίπα]] μετὰ τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο, Θουκ. 1. 6· [[λίπα]] γὰρ ἀλείψεσθαι, ὁ αὐτ. 4. 68. 2) χορηγῶ τὸ [[ἔλαιον]] διὰ τοὺς γυμναστάς, ἀλειφούσης τῆς πόλεως, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 1957g, πρβλ. 2820Α, 3616 -17, καὶ ἀλλ.: - Παθ. οἱ ἀλειφόμενοι, οἱ ἐν τοῖς γυμνασίοις νέοι, οἱ ἀσκούμενοι διὰ τοὺς ἀγῶνας, [[αὐτόθι]] 108b, 256, 1183, καὶ ἀλλ., ἀλείφεσθαι [[παρά]] τινι, φοιτᾶν εἰς τὸ γυμνάσιόν τινος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1, 2, 26· πρβλ. [[ἀλείπτης]], 2. 3) [[ἑτοιμάζω]] ὡς εἰς γυμνικοὺς ἀγῶνας, παραθαρρύνω, παρορμῶ, Δημάδ. 180, 29, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 6· ἤλειφεν [ἑαυτὸν] ἐπὶ τὸν Κλώδιον, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 16· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 3· πρβλ. [[ἀλείπτης]], 2. II. ὡς τὸ [[ἐπαλείφω]], παρ’ Ὁμ., [[καθόλου]], [[χρίω]], [[ἐπιχρίω]], κονιῶ δι’ ἀσβέστου, ἀσπρίζω, [[κλείω]] δι’ ἐπιχρίσματος, βύω, Λατ. linere· οὔατα ἀλεῖψαι, βῦσαι τὰ ὦτα, Ὀδ. Μ. 47.177, 200· ἀλ. αἵματι, Ἡρόδ. 3. 8· μίλτῳ, Ξεν. Οἰκ. 10.5· ψιμυθίῳ, Πλάτ. Λύσ. 217D. III. [[ἐξαλείφω]], [[ἀπαλείφω]]· πρβλ. [[ἀλοιφή]] III.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[anoint with oil]] (Il.).<br />Dialectal forms: Myc. [[enaripoto]] /[[enaliptos]]/; [[arepate]] /[[aleiphatei]]/; [[arepazoo]] /[[aleiphzoos]]/ <b class="b2">boiler (ζέω) of unguent</b>.<br />Derivatives: [[ἄλειφαρ]], <b class="b3">-ατος</b> [[unguent]], [[anoiting-oil]] (Il.) and [[ἄλειφα]] n. (> Lat. [[adeps]] ). [[ἀλοιφή]] [[anointing]], [[grease]] (<b class="b3">-α</b> from *-n̥t?, Szemerényi Studi Mic. 2, 1967, 23 n. 64).<br />Origin: IE [Indo-European] [00] <b class="b2">*h₂leibʰ-</b><br />Etymology: Generally connected with [[λίπος]] ([[quod vide|q.v.]]), but this is impossible since the <b class="b3">α-</b> can no longer be a prothesis, and because of the [[-p-]] and because its meaning, [[fat]], is quite different. Connection with [[ἀλίνω]] is formally (<b class="b2">h₂lei(bʰ)-</b>) and semantically easy. S. [[sub verbo|s.v.]] (improbable suggestions Szemerényi Gnomon 42 (1971) 653.) Semantically comparable with Skt. <b class="b2">limpáti</b> [[smear]], [[stick]], [[adhere]], but Gr. <b class="b3">-φ-</b> makes this impossible (s. [[λίπος]]); Goth. [[bileiban]] etc.? Cf. Pok. 670 [[leip-]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From Root !lip, with α prefixed, v. [[λίπος]]<br /><b class="num">I.</b> to [[anoint]] with oil, oil the [[skin]], as was done [[after]] bathing, or [[before]] [[gymnastic]] exercises, the Act. referring to the act of [[another]], Mid. to [[oneself]], Il.; often with [[λίπα]] added (v. [[λίπα]]):— metaph. to [[prepare]] as if for [[gymnastics]], to [[stimulate]], Plat., etc.<br /><b class="num">II.</b> like [[ἐπαλείφω]], to [[plaster]], [[οὔατα]] ἀλεῖψαι to [[stop]] up the ears, Od.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀλείφω]], ep. aor. ἄλειψα; perf. med. [[ἀλήλιμμαι]].<br /><b class="num">1.</b> zalven, insmeren met olie; med. zich zalven of insmeren met olie.<br /><b class="num">2.</b> bestrijken, besmeren, met acc.; smeren op, met [[ἐπί]] + dat.:; κηρὸν … ὅν [[σφιν]] ἐπ’ ὠσὶν ἄλειψα de was die ik hen op de oren had gesmeerd Od. 12.200; pass.. τὸ ἐπαλειφθέν dat wat erop is gesmeerd Plat. Lys. 217c.<br /><b class="num">3.</b> overdr. [[ zich insmeren voor]], vandaar: zich voorbereiden op, met [[ἐπί]] + acc.: (ἄγωνες) ἐφ’ οὓς ἑαυτὸν [[ὑπὲρ]] τῆς ὅλης Ἑλλάδος ἤλειφε gevechten waarvoor hij zich ten behoeve van heel Griekenland warmliep (d.w.z. waarop hij zich voorbereidde) Plut. Them. 3.5.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe