Anonymous

ἀλαός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ός, όν :<br /><b>I.</b> qui ne voit pas, <i>d'où</i><br /><b>1</b> aveugle;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> [[οἱ]] ἀλαοί les morts;<br /><b>II.</b> qui empêche de voir : ἀλαὸν [[ἕλκος]] ὀμμάτων SOPH blessure des yeux qui prive de la vue.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λάω]]¹ ; sel. d'autres, apparenté à [[ἀλάομαι]].
|btext=ός, όν :<br /><b>I.</b> qui ne voit pas, <i>d'où</i><br /><b>1</b> aveugle;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> [[οἱ]] ἀλαοί les morts;<br /><b>II.</b> qui empêche de voir : ἀλαὸν [[ἕλκος]] ὀμμάτων SOPH blessure des yeux qui prive de la vue.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λάω]]¹ ; sel. d'autres, apparenté à [[ἀλάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἀλαός''': -όν, = μὴ βλέπων, [[τυφλός]], Ὀδ. Θ. 195, κτλ. (ἴδε ἐν τέλ.) [[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ., παρὰ δὲ τοῖς Τραγ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις· τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος, Αἰσχύλ. Πρ. 549· ἀλαοὶ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δεδορκότες, οἱ νεκροί, ὁ αὐτ. Εὐμ. 322., περὶ ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ο. Κ. 150, 243, Εὐρ. Φοίν. 1531· [[ἕλκος]] ἀλαόν, πληγὴ ἀποτυφλοῦσα, δηλ. [[τυφλότης]], Σοφ. Ἀντ. 974. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. caecus, [[σκοτεινός]], [[ἀμαυρός]], [[νέφος]], Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 259. ΙΙΙ. [[ἀόρατος]], [[ἀφανής]], [[ἀδιάγνωστος]], [[φθίσις]] ἀλαή, Ἱππ. 412, 24., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδορφ. ἀντὶ ἄλλη ἢ (ὡς ὁ Γαλην. Λεξ.) ἀλαΐα. (Ἐὰν [[εἶναι]] σύνθετον ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τοῦ λάω video (ἂν καὶ ἡ [[ὕπαρξις]] τοιούτου ῥήματος [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]· ἴδε ἐν λέξ.), ὁ τονισμὸς [[εἶναι]] κατ’ ἐξαίρεσιν, καὶ οὕτω θεωρεῖται ὑπὸ Ἀρκαδίου, 38). [ᾰλᾰος, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ. κτλ.: ― [[ἐντεῦθεν]], ἐν Ὀδ. Κ. 493., Μ. 267, ἀντὶ μάντιος ᾱλᾱοῦ, οἱ κράτιστοι τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι μάντηος ᾰλᾰοῦ, μὲ τὴν παραλήγουσαν τοῦ μάντηος ἐπιμηκυνθεῖσαν ἐν τῇ ἄρσει, Ἑρμάνν. Στοιχ. Μετρ. σ. 347].
|elnltext=[[ἀλαός]] -όν, f. ook -ή<br /><b class="num">1.</b> blind:. ἀλαοῖσι καὶ δεδορκόσιν ποινάν een straf voor de blinden en de zienden (d.w.z. de levenden en de doden) Aeschl. Eum. 322.<br /><b class="num">2.</b> die blind maakt:. [[ἕλκος]] wond Soph. Ant. 974.<br /><b class="num">3.</b> onzichtbaar.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλαός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν βλέπει, [[τυφλός]]<br /><b>2.</b> (για τα μάτια) αυτός που έχει υποστεί [[τύφλωση]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν φαίνεται, [[αόρατος]], [[αφανής]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν προβλέπει, ο μη [[προορατικός]]<br /><b>5.</b> [[σκοτεινός]], [[αμαυρός]], [[μελανός]] («ἀλαὸν [[νέφος]]»)<br /><b>6.</b> (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) <i>οἱ ἀλαοί</i><br />οι νεκροί, σε [[αντίθεση]] [[προς]] το <i>δεδορκότες</i> (αυτοί που βλέπουν το φως, οι ζωντανοί)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔλκος]] ἀλαόν», η [[τυφλότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ποιητική [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολογίας, που [[νωρίς]] αντικαταστάθηκε στη [[χρήση]] από το επίθ. [[τυφλός]]. Η λ. θεωρείται σύνθετη από το ρ. <i>λάω</i> «[[βλέπω]]» και το στερητ. <i>ἀ</i>- (ἀ-[[λαός]]), [[μολονότι]] στο σύνθετο δεν παρατηρείται [[αναβιβασμός]] του τόνου, όπως θα περιμέναμε ([[πρβλ]]. λ.χ. [[ἄδικος]]). Το ότι, εξάλλου, η λ. ανήκει στο σημασιολογικό [[πεδίο]] τών λέξεων που σημαίνουν «[[ατέλεια]], [[αναπηρία]], <b>κ.τ.ό.</b>» και τών οποίων [[συχνά]] η σημ. [[είναι]] [[προϊόν]] ευφημισμού ή άλλων εθνογλωσσικών και κοινωνιογλωσσικών παραγόντων, γεννά πρόσθετα προβλήματα στην ετυμολογική [[ερμηνεία]] αυτής και άλλων συναφών λέξεων. Το επίθ. [[ἀλαός]] [[είναι]] [[ακόμη]] πιθανό να σχετίζεται με το λατ. luscus «[[μονόφθαλμος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀλαῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀλαο</i>-[[σκοπιά]], [[ἀλαῶπις]], [[ἀλαωπός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλαώψ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλᾰός:''' -όν, αυτός που δεν βλέπει, [[τυφλός]], σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. κ.λπ.· [[ἕλκος]] ἀλαόν, εκτυφλωτική [[πληγή]], δηλ. [[τύφλωση]], στον ίδ. (κοινώς θεωρείται ως [[σύνθετο]] από το [[α- στερητικό]] και το [[λάω]] [[video]]).
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 37: Line 31:
|mdlsjtxt=[Commonly regarded as a compd. of α <i>privat.</i>, and λάω [[video]].]<br />not [[seeing]], [[blind]], Od., Trag., etc.; [[ἕλκος]] ἀλαόν a blinding [[wound]], i. e. [[blindness]], Trag.
|mdlsjtxt=[Commonly regarded as a compd. of α <i>privat.</i>, and λάω [[video]].]<br />not [[seeing]], [[blind]], Od., Trag., etc.; [[ἕλκος]] ἀλαόν a blinding [[wound]], i. e. [[blindness]], Trag.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[ἀλαός]] -όν, f. ook -ή<br /><b class="num">1.</b> blind:. ἀλαοῖσι καὶ δεδορκόσιν ποινάν een straf voor de blinden en de zienden (d.w.z. de levenden en de doden) Aeschl. Eum. 322.<br /><b class="num">2.</b> die blind maakt:. [[ἕλκος]] wond Soph. Ant. 974.<br /><b class="num">3.</b> onzichtbaar.
|mltxt=[[ἀλαός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν βλέπει, [[τυφλός]]<br /><b>2.</b> (για τα μάτια) αυτός που έχει υποστεί [[τύφλωση]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν φαίνεται, [[αόρατος]], [[αφανής]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν προβλέπει, ο μη [[προορατικός]]<br /><b>5.</b> [[σκοτεινός]], [[αμαυρός]], [[μελανός]] («ἀλαὸν [[νέφος]]»)<br /><b>6.</b> (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) <i>οἱ ἀλαοί</i><br />οι νεκροί, σε [[αντίθεση]] [[προς]] το <i>δεδορκότες</i> (αυτοί που βλέπουν το φως, οι ζωντανοί)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔλκος]] ἀλαόν», η [[τυφλότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ποιητική [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολογίας, που [[νωρίς]] αντικαταστάθηκε στη [[χρήση]] από το επίθ. [[τυφλός]]. Η λ. θεωρείται σύνθετη από το ρ. <i>λάω</i> «[[βλέπω]]» και το στερητ. <i>ἀ</i>- (ἀ-[[λαός]]), [[μολονότι]] στο σύνθετο δεν παρατηρείται [[αναβιβασμός]] του τόνου, όπως θα περιμέναμε ([[πρβλ]]. λ.χ. [[ἄδικος]]). Το ότι, εξάλλου, η λ. ανήκει στο σημασιολογικό [[πεδίο]] τών λέξεων που σημαίνουν «[[ατέλεια]], [[αναπηρία]], <b>κ.τ.ό.</b>» και τών οποίων [[συχνά]] η σημ. [[είναι]] [[προϊόν]] ευφημισμού ή άλλων εθνογλωσσικών και κοινωνιογλωσσικών παραγόντων, γεννά πρόσθετα προβλήματα στην ετυμολογική [[ερμηνεία]] αυτής και άλλων συναφών λέξεων. Το επίθ. [[ἀλαός]] [[είναι]] [[ακόμη]] πιθανό να σχετίζεται με το λατ. luscus «[[μονόφθαλμος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀλαῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀλαο</i>-[[σκοπιά]], [[ἀλαῶπις]], [[ἀλαωπός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλαώψ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλᾰός:''' -όν, αυτός που δεν βλέπει, [[τυφλός]], σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. κ.λπ.· [[ἕλκος]] ἀλαόν, εκτυφλωτική [[πληγή]], δηλ. [[τύφλωση]], στον ίδ. (κοινώς θεωρείται ως [[σύνθετο]] από το [[α- στερητικό]] και το [[λάω]] [[video]]).
}}
{{ls
|lstext='''ἀλαός''': -όν, = μὴ βλέπων, [[τυφλός]], Ὀδ. Θ. 195, κτλ. (ἴδε ἐν τέλ.) [[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ., παρὰ δὲ τοῖς Τραγ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις· τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος, Αἰσχύλ. Πρ. 549· ἀλαοὶ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δεδορκότες, οἱ νεκροί, ὁ αὐτ. Εὐμ. 322., περὶ ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ο. Κ. 150, 243, Εὐρ. Φοίν. 1531· [[ἕλκος]] ἀλαόν, πληγὴ ἀποτυφλοῦσα, δηλ. [[τυφλότης]], Σοφ. Ἀντ. 974. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. caecus, [[σκοτεινός]], [[ἀμαυρός]], [[νέφος]], Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 259. ΙΙΙ. [[ἀόρατος]], [[ἀφανής]], [[ἀδιάγνωστος]], [[φθίσις]] ἀλαή, Ἱππ. 412, 24., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδορφ. ἀντὶ ἄλλη ἢ (ὡς ὁ Γαλην. Λεξ.) ἀλαΐα. (Ἐὰν [[εἶναι]] σύνθετον ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τοῦ λάω video (ἂν καὶ ἡ [[ὕπαρξις]] τοιούτου ῥήματος [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]· ἴδε ἐν λέξ.), ὁ τονισμὸς [[εἶναι]] κατ’ ἐξαίρεσιν, καὶ οὕτω θεωρεῖται ὑπὸ Ἀρκαδίου, 38). [ᾰλᾰος, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ. κτλ.: ― [[ἐντεῦθεν]], ἐν Ὀδ. Κ. 493., Μ. 267, ἀντὶ μάντιος ᾱλᾱοῦ, οἱ κράτιστοι τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι μάντηος ᾰλᾰοῦ, μὲ τὴν παραλήγουσαν τοῦ μάντηος ἐπιμηκυνθεῖσαν ἐν τῇ ἄρσει, Ἑρμάνν. Στοιχ. Μετρ. σ. 347].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἀλαός''': {alaós}<br />'''Meaning''': [[blind]] (Hom., Trag. in lyr., A. R.).<br />'''Derivative''': Denominatives Verb [[ἀλαόω]] im Aorist ἀλαῶσαι (Od., ''AP''), vgl. Wackernagel Unt. 127. Davon [[ἀλαωτύς]] (ι 503) [[Blendung]], [[Blindheit]], vgl. Benveniste Noms d'agent 68. et.<br />'''Etymology''': Die abstrakt-logisch unanfechtbare Erklärung aus [[λάω]] [[sehen]] (Bq s. [[λάω]], Bechtel Lex. s. [[ἀλαός]]) hat gegen sich, daß man für den Begriff [[blind]] einen anschaulicheren Ausdruck erwartet.<br />'''Page''' 1,64
|ftr='''ἀλαός''': {alaós}<br />'''Meaning''': [[blind]] (Hom., Trag. in lyr., A. R.).<br />'''Derivative''': Denominatives Verb [[ἀλαόω]] im Aorist ἀλαῶσαι (Od., ''AP''), vgl. Wackernagel Unt. 127. Davon [[ἀλαωτύς]] (ι 503) [[Blendung]], [[Blindheit]], vgl. Benveniste Noms d'agent 68. et.<br />'''Etymology''': Die abstrakt-logisch unanfechtbare Erklärung aus [[λάω]] [[sehen]] (Bq s. [[λάω]], Bechtel Lex. s. [[ἀλαός]]) hat gegen sich, daß man für den Begriff [[blind]] einen anschaulicheren Ausdruck erwartet.<br />'''Page''' 1,64
}}
}}