Anonymous

ἀλίβας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=αντος;<br /><i>adj.</i><br />sans suc, sans sève ; desséché, mort ; <i>subst.</i> ὁ [[ἀλίβας]] SOPH le fleuve des enfers.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λείβω]].
|btext=αντος;<br /><i>adj.</i><br />sans suc, sans sève ; desséché, mort ; <i>subst.</i> ὁ [[ἀλίβας]] SOPH le fleuve des enfers.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λείβω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἀλίβας''': αντος, ὁ, [[πτῶμα]] νεκροῦ, Ἱππῶναξ. 102· [[ἔνεροι]] κατ᾿ ἀλίβαντες, Πλάτ. Πολ. 387C· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 188, 196. 2) ὁ ποταμὸς τῶν νεκρῶν, ὅ ἐ. ἡ [[Στύξ]], Σοφ. Ἀποσπ. 751· πρβλ. 831. 3) [[οἶνος]] μεταβεβλημένος, δηλ. [[ὄξος]]· ἔβηξαν [[οἷον]] (ἑτέρα γραφὴ [[οἶνον]]) ἀλίβαντα πίνοντες, Καλλ. Ἀπόσπ. 88· ἴδε Ἐτυμ. Μ. 63. 52. (Οὐδὲν [[εἶναι]] γνωστὸν περὶ τῆς ἀρχῆς τῆς λέξεως [[διότι]] ἡ γνώμη τῶν γραμμ. ὅτι [[κυρίως]] σημαίνει [[ξηρός]], ἐξηραμμένος (α στερητ. καὶ [[λιβάς]]) ἀναιρεῖται ἐκ τοῦ ὅτι ἡ [[ποσότης]] [[εἶναι]] ᾱλίβας. Ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει Λακων. λέξ. [[ἀκχαλίβαρ]] = [[κράββατος]], [[ὅπερ]] πιθανὸν νὰ ἔχῃ συγγένειάν τινα πρὸς αὐτό).
|elnltext=[[ἀλίβας]] -αντος, ὁ, lijk, dode.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλίβας]] (-αντος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[πτώμα]] νεκρού, [[νεκρός]]<br /><b>2.</b> ο [[ποταμός]] τών [[νεκρών]], η [[Στυξ]]<br /><b>3.</b> [[γλυκάδι]], [[ξίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της Αρχαίας, σημασιολογικώς [[στενά]] συνδεδεμένη με τον Κάτω κόσμο. Στον Πλάτωνα, η λ. απαντά παράλληλα με την ποιητική λ. <i>ἔνερος</i> ([[ἔνεροι]] και <i>ἁλίβαντες</i>) [[κατά]] την [[περιγραφή]] τών μελανών σημείων του Κάτω κόσμου. Στον Σοφοκλή η λ. [[ἀλίβας]] απαντά (ος [[χαρακτηρισμός]] της Στυγός με τη [[σημασία]] «νεκρό [[ποτάμι]]». Η λ. απαντά [[επίσης]] και με τη [[σημασία]] «[[ξίδι]]», δηλ. «νεκρό [[κρασί]]» ([[οἶνον]] ἀλίβαντα πίνοντες). Ετυμολογικά η λ. ειναι αβέβαιης προελεύσεως. Πιθανώς να πρόκειται για [[προϊόν]] συνθέσεως με α΄ συνθ. <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) και β΄ συνθ. -<i>βαντες</i> <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]] ([[πρβλ]]. και [[ὀκρίβας]], [[κιλλίβας]]), [[επειδή]] πίστευαν πως οι ψυχές τών [[νεκρών]] περιπλανιόνταν στα κύματα. Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. πιθ. να [[είναι]] [[δάνειο]], που συνδέεται με τη λατινική [[θεότητα]] τών [[νεκρών]] <i>Libitina</i> και με τον ετρουσκικό τ. <i>lupu</i> «[[είναι]] [[νεκρός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλίβας:''' [ᾱ], -αντος, ὁ, νεκρό [[σώμα]], [[πτώμα]], σε Πλάτ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 37: Line 31:
|mdlsjtxt=[Deriv. [[unknown]].]<br />a [[dead]] [[body]], [[corpse]], Plat.
|mdlsjtxt=[Deriv. [[unknown]].]<br />a [[dead]] [[body]], [[corpse]], Plat.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[ἀλίβας]] -αντος, ὁ, lijk, dode.
|mltxt=[[ἀλίβας]] (-αντος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[πτώμα]] νεκρού, [[νεκρός]]<br /><b>2.</b> ο [[ποταμός]] τών [[νεκρών]], η [[Στυξ]]<br /><b>3.</b> [[γλυκάδι]], [[ξίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της Αρχαίας, σημασιολογικώς [[στενά]] συνδεδεμένη με τον Κάτω κόσμο. Στον Πλάτωνα, η λ. απαντά παράλληλα με την ποιητική λ. <i>ἔνερος</i> ([[ἔνεροι]] και <i>ἁλίβαντες</i>) [[κατά]] την [[περιγραφή]] τών μελανών σημείων του Κάτω κόσμου. Στον Σοφοκλή η λ. [[ἀλίβας]] απαντά (ος [[χαρακτηρισμός]] της Στυγός με τη [[σημασία]] «νεκρό [[ποτάμι]]». Η λ. απαντά [[επίσης]] και με τη [[σημασία]] «[[ξίδι]]», δηλ. «νεκρό [[κρασί]]» ([[οἶνον]] ἀλίβαντα πίνοντες). Ετυμολογικά η λ. ειναι αβέβαιης προελεύσεως. Πιθανώς να πρόκειται για [[προϊόν]] συνθέσεως με α΄ συνθ. <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) και β΄ συνθ. -<i>βαντες</i> <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]] ([[πρβλ]]. και [[ὀκρίβας]], [[κιλλίβας]]), [[επειδή]] πίστευαν πως οι ψυχές τών [[νεκρών]] περιπλανιόνταν στα κύματα. Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. πιθ. να [[είναι]] [[δάνειο]], που συνδέεται με τη λατινική [[θεότητα]] τών [[νεκρών]] <i>Libitina</i> και με τον ετρουσκικό τ. <i>lupu</i> «[[είναι]] [[νεκρός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλίβας:''' [ᾱ], -αντος, ὁ, νεκρό [[σώμα]], [[πτώμα]], σε Πλάτ. (άγν. προέλ.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀλίβας''': αντος, ὁ, [[πτῶμα]] νεκροῦ, Ἱππῶναξ. 102· [[ἔνεροι]] κατ᾿ ἀλίβαντες, Πλάτ. Πολ. 387C· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 188, 196. 2) ποταμὸς τῶν νεκρῶν, ὅ ἐ. ἡ [[Στύξ]], Σοφ. Ἀποσπ. 751· πρβλ. 831. 3) [[οἶνος]] μεταβεβλημένος, δηλ. [[ὄξος]]· ἔβηξαν [[οἷον]] (ἑτέρα γραφὴ [[οἶνον]]) ἀλίβαντα πίνοντες, Καλλ. Ἀπόσπ. 88· ἴδε Ἐτυμ. Μ. 63. 52. (Οὐδὲν [[εἶναι]] γνωστὸν περὶ τῆς ἀρχῆς τῆς λέξεως [[διότι]] ἡ γνώμη τῶν γραμμ. ὅτι [[κυρίως]] σημαίνει [[ξηρός]], ἐξηραμμένος (α στερητ. καὶ [[λιβάς]]) ἀναιρεῖται ἐκ τοῦ ὅτι ἡ [[ποσότης]] [[εἶναι]] ᾱλίβας. Ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει Λακων. λέξ. [[ἀκχαλίβαρ]] = [[κράββατος]], [[ὅπερ]] πιθανὸν νὰ ἔχῃ συγγένειάν τινα πρὸς αὐτό).
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἀλίβας''': -αντος<br />{alíbas}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Leichnam]], [[Gestorbener]] (Pl. ''R''. 387 c, H.), auch von Styx (S. ''Fr''. 790) und übertragen vom Weinessig (Hippon., Kall.).<br />'''Etymology''': Die antike Erklärung als [[saftlos]] aus ''a'' privativum und [[λιβάς]] ist leere Spekulation; die modernen Erklärer sind aber nicht glücklicher gewesen. Lit.: Lawson ClassRev. 40, 52ff., 116ff.; v. Wilamowitz Herm. 54, 64; Immisch Arch. f. Religionswiss. 14, 449f.; Wahrmann Glotta 17, 252f.; Kretschmer Glotta 28, 269; Petersson Gr. u. lat. Wortstudien (1922) 3f.; zur Bildung vgl. noch Schwyzer 526: 4.<br />'''Page''' 1,72
|ftr='''ἀλίβας''': -αντος<br />{alíbas}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Leichnam]], [[Gestorbener]] (Pl. ''R''. 387 c, H.), auch von Styx (S. ''Fr''. 790) und übertragen vom Weinessig (Hippon., Kall.).<br />'''Etymology''': Die antike Erklärung als [[saftlos]] aus ''a'' privativum und [[λιβάς]] ist leere Spekulation; die modernen Erklärer sind aber nicht glücklicher gewesen. Lit.: Lawson ClassRev. 40, 52ff., 116ff.; v. Wilamowitz Herm. 54, 64; Immisch Arch. f. Religionswiss. 14, 449f.; Wahrmann Glotta 17, 252f.; Kretschmer Glotta 28, 269; Petersson Gr. u. lat. Wortstudien (1922) 3f.; zur Bildung vgl. noch Schwyzer 526: 4.<br />'''Page''' 1,72
}}
}}