Anonymous

ἀλίβας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] αντος, ὁ (von [[λιβάς]], nach den Alten, ohne Lebenssaft, dem [[διερός]] entgegengesetzt), der Todte, Soph. frg. 751; [[ἔνεροι]] καὶ ἀλίβαντες, Plat. Rep. III, 387 c (Schol. διὰ τὴν λιβάδος ἀμεθεξίαν); Plut. Symp. VIII, 10, 3 verbindet es mit [[σκελετός]], beide Namen seien von der [[ξηρασία]] hergenommen; Call. frg. 88 soll nach E. M. [[οἶνος]] ἀλ. (entweder todter Wein, der kein Wein ist, oder der sich nicht zu Spenden eignet) Essig sein.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] αντος, ὁ (von [[λιβάς]], nach den Alten, ohne Lebenssaft, dem [[διερός]] entgegengesetzt), der Todte, Soph. frg. 751; [[ἔνεροι]] καὶ ἀλίβαντες, Plat. Rep. III, 387 c (Schol. διὰ τὴν λιβάδος ἀμεθεξίαν); Plut. Symp. VIII, 10, 3 verbindet es mit [[σκελετός]], beide Namen seien von der [[ξηρασία]] hergenommen; Call. frg. 88 soll nach E. M. [[οἶνος]] ἀλ. (entweder todter Wein, der kein Wein ist, oder der sich nicht zu Spenden eignet) Essig sein.
}}
{{bailly
|btext=αντος;<br /><i>adj.</i><br />sans suc, sans sève ; desséché, mort ; <i>subst.</i> ὁ [[ἀλίβας]] SOPH le fleuve des enfers.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λείβω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλίβας''': αντος, ὁ, [[πτῶμα]] νεκροῦ, Ἱππῶναξ. 102· [[ἔνεροι]] κατ᾿ ἀλίβαντες, Πλάτ. Πολ. 387C· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 188, 196. 2) ὁ ποταμὸς τῶν νεκρῶν, ὅ ἐ. ἡ [[Στύξ]], Σοφ. Ἀποσπ. 751· πρβλ. 831. 3) [[οἶνος]] μεταβεβλημένος, δηλ. [[ὄξος]]· ἔβηξαν [[οἷον]] (ἑτέρα γραφὴ [[οἶνον]]) ἀλίβαντα πίνοντες, Καλλ. Ἀπόσπ. 88· ἴδε Ἐτυμ. Μ. 63. 52. (Οὐδὲν [[εἶναι]] γνωστὸν περὶ τῆς ἀρχῆς τῆς λέξεως [[διότι]] ἡ γνώμη τῶν γραμμ. ὅτι [[κυρίως]] σημαίνει [[ξηρός]], ἐξηραμμένος (α στερητ. καὶ [[λιβάς]]) ἀναιρεῖται ἐκ τοῦ ὅτι ἡ [[ποσότης]] [[εἶναι]] ᾱλίβας. Ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει Λακων. λέξ. [[ἀκχαλίβαρ]] = [[κράββατος]], [[ὅπερ]] πιθανὸν νὰ ἔχῃ συγγένειάν τινα πρὸς αὐτό).
|lstext='''ἀλίβας''': αντος, ὁ, [[πτῶμα]] νεκροῦ, Ἱππῶναξ. 102· [[ἔνεροι]] κατ᾿ ἀλίβαντες, Πλάτ. Πολ. 387C· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 188, 196. 2) ὁ ποταμὸς τῶν νεκρῶν, ὅ ἐ. ἡ [[Στύξ]], Σοφ. Ἀποσπ. 751· πρβλ. 831. 3) [[οἶνος]] μεταβεβλημένος, δηλ. [[ὄξος]]· ἔβηξαν [[οἷον]] (ἑτέρα γραφὴ [[οἶνον]]) ἀλίβαντα πίνοντες, Καλλ. Ἀπόσπ. 88· ἴδε Ἐτυμ. Μ. 63. 52. (Οὐδὲν [[εἶναι]] γνωστὸν περὶ τῆς ἀρχῆς τῆς λέξεως [[διότι]] ἡ γνώμη τῶν γραμμ. ὅτι [[κυρίως]] σημαίνει [[ξηρός]], ἐξηραμμένος (α στερητ. καὶ [[λιβάς]]) ἀναιρεῖται ἐκ τοῦ ὅτι ἡ [[ποσότης]] [[εἶναι]] ᾱλίβας. Ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει Λακων. λέξ. [[ἀκχαλίβαρ]] = [[κράββατος]], [[ὅπερ]] πιθανὸν νὰ ἔχῃ συγγένειάν τινα πρὸς αὐτό).
}}
{{bailly
|btext=αντος;<br /><i>adj.</i><br />sans suc, sans sève ; desséché, mort ; <i>subst.</i> ὁ [[ἀλίβας]] SOPH le fleuve des enfers.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λείβω]].
}}
}}
{{grml
{{grml