Anonymous

γύναιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne une femme : γύναια δῶρα OD présents faits à une femme.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]].
|btext=α, ον :<br />qui concerne une femme : γύναια δῶρα OD présents faits à une femme.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]].
}}
{{elnl
|elnltext=γύναιος -α -ον [γυνή] vrouwen-:. γ. δῶρα geschenken voor een vrouw Od. 11.521.
}}
{{elru
|elrutext='''γύναιος:''' Hom. = [[γυναικεῖος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γύναιος:''' [ῠ], -α, -ον = [[γυναικεῖος]]·<br /><b class="num">I.</b> <i>γύναια δῶρα</i>, τα δώρα που προσφέρονται σε μια [[γυναίκα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[γύναιον]], <i>τό</i>, μικρή [[γυναίκα]], [[γυναικούλα]], ως [[χαρακτηρισμός]] αγάπης και τρυφερότητας απευθυνόμενος στη σύζυγο, σε Αριστοφ.· με υποτιμητική, περιφρονητική [[σημασία]], αδύναμη [[γυναίκα]], [[γυναικούλα]], σε Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''γύναιος:''' [ῠ], -α, -ον = [[γυναικεῖος]]·<br /><b class="num">I.</b> <i>γύναια δῶρα</i>, τα δώρα που προσφέρονται σε μια [[γυναίκα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[γύναιον]], <i>τό</i>, μικρή [[γυναίκα]], [[γυναικούλα]], ως [[χαρακτηρισμός]] αγάπης και τρυφερότητας απευθυνόμενος στη σύζυγο, σε Αριστοφ.· με υποτιμητική, περιφρονητική [[σημασία]], αδύναμη [[γυναίκα]], [[γυναικούλα]], σε Δημ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=γύναιος -α -ον [γυνή] vrouwen-:. γ. δῶρα geschenken voor een vrouw Od. 11.521.
}}
{{elru
|elrutext='''γύναιος:''' Hom. = [[γυναικεῖος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[γυναικεῖος]]<br /><b class="num">I.</b> γύναια δῶρα presents made to a [[woman]], Od.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[little]] [[woman]], wifey, as a [[term]] of endearment, Ar.:— in a [[contemptuous]] [[sense]], a [[weak]] [[woman]], Dem., etc.
|mdlsjtxt== [[γυναικεῖος]]<br /><b class="num">I.</b> γύναια δῶρα presents made to a [[woman]], Od.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[little]] [[woman]], wifey, as a [[term]] of endearment, Ar.:— in a [[contemptuous]] [[sense]], a [[weak]] [[woman]], Dem., etc.
}}
}}