γύναιος
English (LSJ)
[ῠ], α, ον,
A = γυναικεῖος, γύναια δῶρα = presents made to a woman, Od.11.521.15.247; φυὴ γυναίη Mosch.2.45.
II Subst. γύναιον, τό, little woman, term of endearment for a wife, Ar.V.610, Th.792: more freq. in a contemptuous sense, weak woman, And.1.130, etc.; γυναίου πρᾶγυ' ἐποίει D.25.57, cf. Arist.EN1171b10: but simply, = γυνή, Aen.Tact.2.6, D.S.17.24, J.AJ1.12.4, al., Ph.1.99, al., Plu. Pel.9.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. fem. -ίη Mosch.2.45
• Prosodia: [-ῠ-]
de mujer, mujeril, femenino γυναίων εἵνεκα δώρων por causa de los regalos hechos a una mujer, Od.11.521, 15.247, γυναίων εἵνεκα φίλτρων por la seducción de una mujer Orph.A.673, ἱμάτιον Iambl.VP 124, Ἰὼ ... φυὴν δ' οὐκ εἶχε γυναίην Mosch.l.c., cf. PSI 944.9 (IV d.C.), Hsch.
• Diccionario Micénico: ku-na-ja.
German (Pape)
[Seite 511] = γυναικεῖος, weiblich; Hom. zweimal, γυναίων εἵνεκα δώρων Versende Odyss. 11, 521. 15, 247, Weibergeschenke, ob Geschenke an ein Weib, oder von einem Weibe, oder in Bezug auf ein Weib ist aus den Stellen nicht deutlich, vgl. Scholl. und Apollon. Lex. Homer. p. 55, 31.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne une femme : γύναια δῶρα OD présents faits à une femme.
Étymologie: γυνή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γύναιος -α -ον [γυνή] vrouwen-:. γύναια δῶρα = geschenken voor een vrouw Od. 11.521.
Russian (Dvoretsky)
γύναιος: Hom. = γυναικεῖος.
Greek (Liddell-Scott)
γύναιος: -α, -ον,= γυναικεῖος, γύναια δῶρα, δῶρα παρεχόμενα εἰς γυναῖκα, Ὀδ. Λ. 531, Ο. 247. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γύναιον, τό, «γυναικοῦλα», λέξις ἀγάπης καὶ στοργῆς ἀποτεινομένη πρὸς σύζυγον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 610, Θεσμ. 792·― συχνάκις μετὰ περιφρονητικῆς σημασίας, ἀδύνατος γυνή, Ἀνδοκ. 17. 9, Δημ. 787. 25, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 4·― ἀλλ’ οὐχὶ ἀληθὲς ὑποκοριστ., Λοβ. Παραλ. 305, πρβλ. Διόδ. 17. 24, Πλούτ. Πελοπ. 9.
English (Autenrieth)
= γυναικεῖος, δῶρα, Od. 11.521 and Od. 15.247.
Greek Monolingual
γύναιος, -α, -ον (Α)
φρ. «γύναια δώρα» — δώρα που δίνονται σε γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γύναιος (αντίστοιχος μυκην. τ. ku-na-ja) < (θ.) γυν-, γυνή + (επίθημα) -αιος (πρβλ. δείλαιος, μάταιος). Κατ' άλλους, γύναιος < (κλητ.) γύναι].
Greek Monotonic
γύναιος: [ῠ], -α, -ον = γυναικεῖος·
I. γύναια δῶρα, τα δώρα που προσφέρονται σε μια γυναίκα, σε Ομήρ. Οδ.
II. ως ουσ., γύναιον, τό, μικρή γυναίκα, γυναικούλα, ως χαρακτηρισμός αγάπης και τρυφερότητας απευθυνόμενος στη σύζυγο, σε Αριστοφ.· με υποτιμητική, περιφρονητική σημασία, αδύναμη γυναίκα, γυναικούλα, σε Δημ. κ.λπ.
Middle Liddell
= γυναικεῖος
I. γύναια δῶρα presents made to a woman, Od.
II. as substantive, little woman, wifey, as a term of endearment, Ar.:— in a contemptuous sense, a weak woman, Dem., etc.