Anonymous

ζυγός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ζυγόν]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ζυγόν]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζυγός -οῦ, ὁ zie ζυγόν.
}}
{{elru
|elrutext='''ζῠγός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ярмо]] (ἐπὶ ζ. αὐχένι κεῖται HH);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[иго]], [[бремя]] (τὸν ζυγὸν οὐ φέρειν Plut.; ὁ ζ. μου [[χρηστός]] NT);<br /><b class="num">3)</b> (лат. [[jugum]]) иго: ἄγειν ὑπὸ τὸν [[ζυγόν]] Polyb. прогнать (побежденных) под игом;<br /><b class="num">4)</b> [[поперечный брус или рычаг]] Arst.;<br /><b class="num">5)</b> [[весы]] Plat., Arst., Sext., NT;<br /><b class="num">6)</b> [[состояние равновесия]]: μὴ ζυγὸν ὑπερβαίνειν [[Pythagoras]] ap. Arst. et Plut. не нарушать равновесия, т. е. соблюдать меру - см. тж. [[ζυγόν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ζυγός]])<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που ενώνει δύο σώματα<br /><b>2.</b> το [[εξάρτημα]] που προσαρμόζεται εγκάρσια στον ρυμό του αρότρου ή της άμαξας και χρησιμεύει στη [[ζεύξη]] τών υποζυγίων<br /><b>3.</b> το [[στέλεχος]] της ζυγαριάς, απ' όπου [[είναι]] αναρτημένες οι δύο πλάστιγγες<br /><b>4.</b> η [[ζυγαριά]], η [[πλάστιγγα]]<br /><b>5.</b> [[σειρά]] στρατιωτών ή μαθητών, αθλητών κ.ά. γυμναζομένων που βρίσκονται [[κατά]] [[μέτωπον]] ο [[ένας]] [[δίπλα]] στον [[άλλο]] και στην [[ίδια]] [[ευθεία]] [[γραμμή]] («εφ' ενός ζυγού»)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[δουλεία]], [[σκλαβιά]], [[υποταγή]], [[έλλειψη]] ανεξαρτησίας («του Έλληνος ο [[τράχηλος]] [[ζυγόν]] δεν υποφέρει»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κορυφογραμμή]], [[κορυφή]] βουνού, [[κορφοβούνι]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[βουνό]]<br /><b>3.</b> (ως κύριο όνομα) <i>ο Ζυγός</i><br />α) [[ονομασία]] του έβδομου αστερισμού του ζωδιακού κύκλου<br />β) [[ονομασία]] βουνών ή βουνοκορφών<br /><b>μσν.</b><br />(για ζώα) [[ένωση]], [[ζευγάρωμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στους Βυζαντ.) [[φόρος]] που επιβαλλόταν κατ' [[αναλογία]] του αριθμού τών αροτριώντων ζευγών, ζυγοκέφαλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Ρωμαίους) [[ζεύγμα]] από [[τρία]] ακόντια, τα δύο μπηγμένα στη γη [[κάθετα]] και το τρίτο δεμένο στα άνω [[άκρα]] τών δύο πρώτων, [[κάτω]] από το οποίο ανάγκαζαν τους ηττημένους να διέρχονται σκύβοντας σε [[δήλωση]] υποταγής<br /><b>2.</b> το οριζόντιο [[ξύλο]] του υφαντικού ιστού (αργαλειού) στο οποίο προσηλώνεται το [[στημόνι]], κν. [[αντί]]<br /><b>3.</b> το [[δέσιμο]], ο [[δεσμός]] του σανδάλου από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]]<br /><b>4.</b> ο [[μοχλός]] της θύρας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ζυγός]] καρχασίου» — η [[κεραία]] στην [[κορυφή]] του ιστού<br />β) <b>παροιμ.</b> «τὸν αὐτὸν ἕλκειν [[ζυγόν]]» — για αυτούς που ζουν τις ίδιες δύσκολες καταστάσεις («βράζουν στο ίδιο [[τσουκάλι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ζυγός]] ή [[ζυγόν]] <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>yugom</i> (με τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ζυγ</i>- της ρίζας <i>ζευγ</i>- του [[ζεύγνυμι]]) συνδέεται με χεττ. <i>iugan</i>, αρχ. ινδ. <i>yugam</i>, λατ. <i>jugum</i>, γοτθ. <i>juk</i> κ.ά. Παράλληλα, μαρτυρείται ως β' συνθετικό το ρηματικό όνομα -<i>ζυξ</i> ([[πρβλ]]. [[άζυξ]], [[ομόζυξ]], [[σύζυξ]]), το οποίο απαντά και στα λατ. <i>con</i>-<i>iux</i> «[[σύζυγος]]», αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>yuj</i>- «[[περιττός]] (για αριθμούς)», <i>sa</i>-<i>yuj</i>- «[[σύντροφος]]» κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ζύγαινα]], [[ζυγηδόν]], [[ζυγία]], [[ζυγίς]], [[ζυγώ]], -<i>έω</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ζυγάδην]], [[ζύγαστρον]], [[ζυγικός]], [[ζύγιμος]], [[ζύγιος]], [[ζυγίσκον]], [[ζυγίτης]], [[ζυγώ]], -<i>όω</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ζύγιον]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ζυγίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ζυγόδεσμον]], [[ζυγοστάσιον]], [[ζυγοστάτης]], [[ζυγοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζυγοδέτης]], [[ζυγοειδής]], [[ζυγοκέφαλον]], [[ζυγοκλεπτώ]], [[ζυγοκρούστης]], [[ζυγοποιός]], [[ζυγόσταθμος]], [[ζυγόταυρον]], [[ζυγουλκός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ζυγομαχία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ζυγοπλάστης]], [[ζυγοτάλαντα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ζυγοστασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ζυγοβάτης</i>, [[ζυγοβράγχια]], [[ζυγοδάκτυλος]], [[ζυγοδόκη]], [[ζυγόθυρο]], [[ζυγολόγιο]], [[ζυγολούρι]], [[ζυγόμορφος]], <i>ζυγομύκητες</i>, [[ζυγοταξία]], [[ζυγότρυπα]], <i>ζυγόφυλλο</i>. (Β' συνθετικό) [[άζυγος]], [[αντίζυγος]], <i>απόζυγος</i>, <i>ασύζυγος</i>, [[εκατόζυγος]], [[εκατόζυγος]], <i>ενόζυγος</i>, <i>ενσύζυγος</i>, <i>επίζυγος</i>, [[ετερόζυγος]], [[ισόζυγος]], [[νεόζυγος]], [[ομόζυγος]], [[πολύζυγος]], [[σύζυγος]], [[τετράζυγος]], [[τριακοντάζυγος]], [[τρίζυγος]], [[υπόζυγος]], [[υψίζυγος]], <i>φερύζυγος</i>, [[χρυσόζυγος]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό<br /><b>1.</b> [[διπλός]], αυτός που αποτελείται από δύο ομοειδή μέρη<br /><b>2.</b> (για αριθ.) [[άρτιος]], αυτός που διαιρείται ακριβώς διά του δύο ([[χωρίς]] δηλ. να αφήνει [[υπόλοιπο]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ζυγά]] [[ζυγά]]» — ανά δύο, [[κατά]] ζεύγη, ζευγαρωτά<br />β) «μονά [[ζυγά]]»<br />i. [[είδος]] παιδικού παιχνιδιού<br />ii. [[σύστημα]] εκ περιτροπής κυκλοφορίας τών αυτοκινήτων με [[βάση]] το τελευταίο [[ψηφίο]] του αριθμού τους, που εφαρμόζεται για περιορισμό και [[αποσυμφόρηση]] της [[μεγάλης]] κυκλοφορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. ουσ. [[ζυγός]]. Η επιθετ. σημ. της λέξεως ήδη μτγν.].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ζυγός]])<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που ενώνει δύο σώματα<br /><b>2.</b> το [[εξάρτημα]] που προσαρμόζεται εγκάρσια στον ρυμό του αρότρου ή της άμαξας και χρησιμεύει στη [[ζεύξη]] τών υποζυγίων<br /><b>3.</b> το [[στέλεχος]] της ζυγαριάς, απ' όπου [[είναι]] αναρτημένες οι δύο πλάστιγγες<br /><b>4.</b> η [[ζυγαριά]], η [[πλάστιγγα]]<br /><b>5.</b> [[σειρά]] στρατιωτών ή μαθητών, αθλητών κ.ά. γυμναζομένων που βρίσκονται [[κατά]] [[μέτωπον]] ο [[ένας]] [[δίπλα]] στον [[άλλο]] και στην [[ίδια]] [[ευθεία]] [[γραμμή]] («εφ' ενός ζυγού»)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[δουλεία]], [[σκλαβιά]], [[υποταγή]], [[έλλειψη]] ανεξαρτησίας («του Έλληνος ο [[τράχηλος]] [[ζυγόν]] δεν υποφέρει»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κορυφογραμμή]], [[κορυφή]] βουνού, [[κορφοβούνι]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[βουνό]]<br /><b>3.</b> (ως κύριο όνομα) <i>ο Ζυγός</i><br />α) [[ονομασία]] του έβδομου αστερισμού του ζωδιακού κύκλου<br />β) [[ονομασία]] βουνών ή βουνοκορφών<br /><b>μσν.</b><br />(για ζώα) [[ένωση]], [[ζευγάρωμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στους Βυζαντ.) [[φόρος]] που επιβαλλόταν κατ' [[αναλογία]] του αριθμού τών αροτριώντων ζευγών, ζυγοκέφαλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Ρωμαίους) [[ζεύγμα]] από [[τρία]] ακόντια, τα δύο μπηγμένα στη γη [[κάθετα]] και το τρίτο δεμένο στα άνω [[άκρα]] τών δύο πρώτων, [[κάτω]] από το οποίο ανάγκαζαν τους ηττημένους να διέρχονται σκύβοντας σε [[δήλωση]] υποταγής<br /><b>2.</b> το οριζόντιο [[ξύλο]] του υφαντικού ιστού (αργαλειού) στο οποίο προσηλώνεται το [[στημόνι]], κν. [[αντί]]<br /><b>3.</b> το [[δέσιμο]], ο [[δεσμός]] του σανδάλου από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]]<br /><b>4.</b> ο [[μοχλός]] της θύρας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ζυγός]] καρχασίου» — η [[κεραία]] στην [[κορυφή]] του ιστού<br />β) <b>παροιμ.</b> «τὸν αὐτὸν ἕλκειν [[ζυγόν]]» — για αυτούς που ζουν τις ίδιες δύσκολες καταστάσεις («βράζουν στο ίδιο [[τσουκάλι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ζυγός]] ή [[ζυγόν]] <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>yugom</i> (με τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ζυγ</i>- της ρίζας <i>ζευγ</i>- του [[ζεύγνυμι]]) συνδέεται με χεττ. <i>iugan</i>, αρχ. ινδ. <i>yugam</i>, λατ. <i>jugum</i>, γοτθ. <i>juk</i> κ.ά. Παράλληλα, μαρτυρείται ως β' συνθετικό το ρηματικό όνομα -<i>ζυξ</i> ([[πρβλ]]. [[άζυξ]], [[ομόζυξ]], [[σύζυξ]]), το οποίο απαντά και στα λατ. <i>con</i>-<i>iux</i> «[[σύζυγος]]», αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>yuj</i>- «[[περιττός]] (για αριθμούς)», <i>sa</i>-<i>yuj</i>- «[[σύντροφος]]» κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ζύγαινα]], [[ζυγηδόν]], [[ζυγία]], [[ζυγίς]], [[ζυγώ]], -<i>έω</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ζυγάδην]], [[ζύγαστρον]], [[ζυγικός]], [[ζύγιμος]], [[ζύγιος]], [[ζυγίσκον]], [[ζυγίτης]], [[ζυγώ]], -<i>όω</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ζύγιον]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ζυγίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ζυγόδεσμον]], [[ζυγοστάσιον]], [[ζυγοστάτης]], [[ζυγοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζυγοδέτης]], [[ζυγοειδής]], [[ζυγοκέφαλον]], [[ζυγοκλεπτώ]], [[ζυγοκρούστης]], [[ζυγοποιός]], [[ζυγόσταθμος]], [[ζυγόταυρον]], [[ζυγουλκός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ζυγομαχία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ζυγοπλάστης]], [[ζυγοτάλαντα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ζυγοστασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ζυγοβάτης</i>, [[ζυγοβράγχια]], [[ζυγοδάκτυλος]], [[ζυγοδόκη]], [[ζυγόθυρο]], [[ζυγολόγιο]], [[ζυγολούρι]], [[ζυγόμορφος]], <i>ζυγομύκητες</i>, [[ζυγοταξία]], [[ζυγότρυπα]], <i>ζυγόφυλλο</i>. (Β' συνθετικό) [[άζυγος]], [[αντίζυγος]], <i>απόζυγος</i>, <i>ασύζυγος</i>, [[εκατόζυγος]], [[εκατόζυγος]], <i>ενόζυγος</i>, <i>ενσύζυγος</i>, <i>επίζυγος</i>, [[ετερόζυγος]], [[ισόζυγος]], [[νεόζυγος]], [[ομόζυγος]], [[πολύζυγος]], [[σύζυγος]], [[τετράζυγος]], [[τριακοντάζυγος]], [[τρίζυγος]], [[υπόζυγος]], [[υψίζυγος]], <i>φερύζυγος</i>, [[χρυσόζυγος]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό<br /><b>1.</b> [[διπλός]], αυτός που αποτελείται από δύο ομοειδή μέρη<br /><b>2.</b> (για αριθ.) [[άρτιος]], αυτός που διαιρείται ακριβώς διά του δύο ([[χωρίς]] δηλ. να αφήνει [[υπόλοιπο]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ζυγά]] [[ζυγά]]» — ανά δύο, [[κατά]] ζεύγη, ζευγαρωτά<br />β) «μονά [[ζυγά]]»<br />i. [[είδος]] παιδικού παιχνιδιού<br />ii. [[σύστημα]] εκ περιτροπής κυκλοφορίας τών αυτοκινήτων με [[βάση]] το τελευταίο [[ψηφίο]] του αριθμού τους, που εφαρμόζεται για περιορισμό και [[αποσυμφόρηση]] της [[μεγάλης]] κυκλοφορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. ουσ. [[ζυγός]]. Η επιθετ. σημ. της λέξεως ήδη μτγν.].
}}
{{elnl
|elnltext=ζυγός -οῦ, ὁ zie ζυγόν.
}}
{{elru
|elrutext='''ζῠγός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ярмо]] (ἐπὶ ζ. αὐχένι κεῖται HH);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[иго]], [[бремя]] (τὸν ζυγὸν οὐ φέρειν Plut.; ὁ ζ. μου [[χρηστός]] NT);<br /><b class="num">3)</b> (лат. [[jugum]]) иго: ἄγειν ὑπὸ τὸν [[ζυγόν]] Polyb. прогнать (побежденных) под игом;<br /><b class="num">4)</b> [[поперечный брус или рычаг]] Arst.;<br /><b class="num">5)</b> [[весы]] Plat., Arst., Sext., NT;<br /><b class="num">6)</b> [[состояние равновесия]]: μὴ ζυγὸν ὑπερβαίνειν [[Pythagoras]] ap. Arst. et Plut. не нарушать равновесия, т. е. соблюдать меру - см. тж. [[ζυγόν]].
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':zugÒj 緒哥士<br />'''詞類次數''':名詞(6)<br />'''原文字根''':軛 相當於: ([[מֹאזְנַיִם]]&#x200E;)  ([[עֹל]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':聯接,軛,平衡,天平;源自([[ζεστός]])X*=聯合)。除了( 啓6:5)說到天平以外,其他五次都是說到軛,指律法之下的重軛,和作奴隸的重軛<br />'''同源字''':1) ([[ἑτεροζυγέω]])不同的負軛 2) ([[ζεῦγος]])一對 3) ([[ζυγός]])聯接,軛 4) ([[ζεύγνυμι]] / [[συζεύγνυμι]])共同負軛 5) ([[σύζυγος]])同負軛 6) ([[ὑποζύγιον]])負軛的牲畜<br />'''出現次數''':總共(6);太(2);徒(1);加(1);提前(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 軛(5) 太11:29; 太11:30; 徒15:10; 加5:1; 提前6:1;<br />2) 天平(1) 啓6:5
|sngr='''原文音譯''':zugÒj 緒哥士<br />'''詞類次數''':名詞(6)<br />'''原文字根''':軛 相當於: ([[מֹאזְנַיִם]]&#x200E;)  ([[עֹל]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':聯接,軛,平衡,天平;源自([[ζεστός]])X*=聯合)。除了( 啓6:5)說到天平以外,其他五次都是說到軛,指律法之下的重軛,和作奴隸的重軛<br />'''同源字''':1) ([[ἑτεροζυγέω]])不同的負軛 2) ([[ζεῦγος]])一對 3) ([[ζυγός]])聯接,軛 4) ([[ζεύγνυμι]] / [[συζεύγνυμι]])共同負軛 5) ([[σύζυγος]])同負軛 6) ([[ὑποζύγιον]])負軛的牲畜<br />'''出現次數''':總共(6);太(2);徒(1);加(1);提前(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 軛(5) 太11:29; 太11:30; 徒15:10; 加5:1; 提前6:1;<br />2) 天平(1) 啓6:5
}}
}}