Anonymous

γυνή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 20: Line 20:
{{bailly
{{bailly
|btext=γυναικός, <i>voc.</i> [[γύναι]] (ἡ) :<br />femme :<br /><b>1</b> <i>p. opp. à homme ; au sg. collect.</i> la femme, les femmes, la gent féminine;<br /><b>2</b> femme, épouse;<br /><b>3</b> femme mortelle, <i>p. opp. à déesse</i> : γυναῖκα [[θήσατο]] μαζόν IL il téta un sein de femme <i>litt.</i> une femme, au sein, <i>avec l'idée du tout suivi du nom de la partie</i>.<br />'''Étymologie:''' p. *γϜανή, d'où att. [[γυνή]], de la R. Γεν, naître, faire naître, engendrer.
|btext=γυναικός, <i>voc.</i> [[γύναι]] (ἡ) :<br />femme :<br /><b>1</b> <i>p. opp. à homme ; au sg. collect.</i> la femme, les femmes, la gent féminine;<br /><b>2</b> femme, épouse;<br /><b>3</b> femme mortelle, <i>p. opp. à déesse</i> : γυναῖκα [[θήσατο]] μαζόν IL il téta un sein de femme <i>litt.</i> une femme, au sein, <i>avec l'idée du tout suivi du nom de la partie</i>.<br />'''Étymologie:''' p. *γϜανή, d'où att. [[γυνή]], de la R. Γεν, naître, faire naître, engendrer.
}}
{{elnl
|elnltext=γυνή γυναικός, ἡ, Dor. γυνά; vocat. γύναι; dual. γυναῖκε; Aeol. plur. γύναικες γυναίκων γυναίκεσσι van mensen vrouw ( bijv. tegenover man, echtgenoot, godin); met ander subst.. δμῳαὶ γυναῖκες slavinnen Il. 9.477. van dieren wijfje.
}}
{{elru
|elrutext='''γυνή:''' γῠναικός ἡ (pl. γυναῖκες, dat. γυναιξί(ν) Theocr. γύναικες и γύναιζιν)<br /><b class="num">1)</b> [[женщина]] ([[ἀνέρες]] ἠδὲ γυναῖκες Hom.; [[ἄνδρες]] καὶ γυναῖκες Arst.); часто описат.: γ. [[ταμίη]] Hom. = [[ταμίη]]; δμῳαὶ γυναῖκες Hom. = δμῳαί;<br /><b class="num">2)</b> смертная женщина, т. е. человек (γ. [[εἰκυῖα]] θεῇσιν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[замужняя женщина]], [[жена]], [[супруга]] (γ. αἰδοίη Ὀδυσῆος Hom.; γυναῖκες καὶ παρθένοι Xen.; γ. [[μήτηρ]], [[οὐκέτι]] [[κώρα]] Theocr.; γ. δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ᾽ οἰκίας Men.): [[θέσθαι]] γυναῖκά τινα Hom. взять кого-л. в жены;<br /><b class="num">4)</b> [[самка]] (ἄρρενες καὶ γυναῖκες Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 41: Line 47:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γῠνή:''' Δωρ. γυνά, γεν. <i>γυναικός</i>, αιτ. <i>γυναῖκα</i>, κλητ. [[γύναι]], πληθ. <i>γυναῖκες</i> κ.λπ. (όπως αν προερχόταν από ονομ. <i>γύναιξ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[γυναίκα]], Λατ. [[femina]], αντίθ. προς τον ([[ἀνήρ]]), σε Όμηρ. κ.λπ.· συναπτόμενο με [[άλλο]] ουσ., <i>γυνὴταμίη</i>, [[οικονόμος]], [[δέσποινα]] [[γυνή]], <i>δμῳαὶ γυναῖκες</i> κ.λπ., στον ίδ.· στην κλητ., [[συχνά]] ως [[προσφώνηση]], [[δήλωση]] σεβασμού· «αρχόντισσα, [[κυρία]]», σε Θεόκρ.· <i>πρὸς γυναικός</i>, όπως μια [[γυναίκα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[σύντροφος]], [[σύζυγος]], [[συμβία]], αντίθ. προς το [[παρθένος]], σε Όμηρ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> θνητή [[γυναίκα]], αντίθ. προς το [[θεά]], σε Όμηρ. (πιθ. από την [[ρίζα]] από την οποία προέρχεται και το <i>γί-γνομαι</i>).
|lsmtext='''γῠνή:''' Δωρ. γυνά, γεν. <i>γυναικός</i>, αιτ. <i>γυναῖκα</i>, κλητ. [[γύναι]], πληθ. <i>γυναῖκες</i> κ.λπ. (όπως αν προερχόταν από ονομ. <i>γύναιξ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[γυναίκα]], Λατ. [[femina]], αντίθ. προς τον ([[ἀνήρ]]), σε Όμηρ. κ.λπ.· συναπτόμενο με [[άλλο]] ουσ., <i>γυνὴταμίη</i>, [[οικονόμος]], [[δέσποινα]] [[γυνή]], <i>δμῳαὶ γυναῖκες</i> κ.λπ., στον ίδ.· στην κλητ., [[συχνά]] ως [[προσφώνηση]], [[δήλωση]] σεβασμού· «αρχόντισσα, [[κυρία]]», σε Θεόκρ.· <i>πρὸς γυναικός</i>, όπως μια [[γυναίκα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[σύντροφος]], [[σύζυγος]], [[συμβία]], αντίθ. προς το [[παρθένος]], σε Όμηρ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> θνητή [[γυναίκα]], αντίθ. προς το [[θεά]], σε Όμηρ. (πιθ. από την [[ρίζα]] από την οποία προέρχεται και το <i>γί-γνομαι</i>).
}}
{{elnl
|elnltext=γυνή γυναικός, ἡ, Dor. γυνά; vocat. γύναι; dual. γυναῖκε; Aeol. plur. γύναικες γυναίκων γυναίκεσσι van mensen vrouw ( bijv. tegenover man, echtgenoot, godin); met ander subst.. δμῳαὶ γυναῖκες slavinnen Il. 9.477. van dieren wijfje.
}}
{{elru
|elrutext='''γυνή:''' γῠναικός ἡ (pl. γυναῖκες, dat. γυναιξί(ν) Theocr. γύναικες и γύναιζιν)<br /><b class="num">1)</b> [[женщина]] ([[ἀνέρες]] ἠδὲ γυναῖκες Hom.; [[ἄνδρες]] καὶ γυναῖκες Arst.); часто описат.: γ. [[ταμίη]] Hom. = [[ταμίη]]; δμῳαὶ γυναῖκες Hom. = δμῳαί;<br /><b class="num">2)</b> смертная женщина, т. е. человек (γ. [[εἰκυῖα]] θεῇσιν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[замужняя женщина]], [[жена]], [[супруга]] (γ. αἰδοίη Ὀδυσῆος Hom.; γυναῖκες καὶ παρθένοι Xen.; γ. [[μήτηρ]], [[οὐκέτι]] [[κώρα]] Theocr.; γ. δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ᾽ οἰκίας Men.): [[θέσθαι]] γυναῖκά τινα Hom. взять кого-л. в жены;<br /><b class="num">4)</b> [[самка]] (ἄρρενες καὶ γυναῖκες Arst.).
}}
}}
{{etym
{{etym