Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύπους: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> -ποδος<br />à plusieurs pieds ; <i>d'ord.</i> ὁ [[πολύπους]] polype de mer, poulpe.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πούς]].
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> -ποδος<br />à plusieurs pieds ; <i>d'ord.</i> ὁ [[πολύπους]] polype de mer, poulpe.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πούς]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύπους -ουν [πολύς, πούς] gen. -ποδος, acc. -ποδα; plur. n. -ποδα, met vele voeten.<br />πολύπους -οδος, ὁ, ep. πουλύπους, poët. πουλύπος -ου, Ion. en poët. πωλύπους en πώλυπος -ου [πολύς, πούς] acc. -πουν en -ποδα zeepoliep, octopus. geneesk. poliep (in de neus).
}}
{{elru
|elrutext='''πολύπους:'''<br /><b class="num">I</b> ион. [[πουλύπους]] 2, gen. πολύποδος и πουλύπου многоногий (τὸ [[γένος]] Plat.; ἁ [[Ἐρινύς]] Soph.): [[ὄνος]] π. Arst. мокрица.<br /><b class="num">II</b> ион. [[πουλύπους]], gen. πολύποδος и πουλύπου ὁ зоол. полип Hom., Arst., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύπους:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-πουν</i>· αιτ. αρσ. <i>πολύποδα</i>· πληθ. ουδ. <i>πολύποδα</i>· αυτός που έχει [[πολλά]] πόδια, σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">• [[πολύπους]]:</b> [[κυρίως]] [[πουλύπους]], -οδος, ὁ (ο [[τύπος]] [[πολύπους]] είναι μεταγεν.)· ονομ. [[πουλύπους]], αιτ. <i>-πουν</i>, γεν. <i>πουλύποδος</i>· πληθ., ονομ. <i>πουλύποδες</i>· αιτ. <i>-ποδας</i>· γεν. <i>πουλυπόδων</i>· ποιητ. επίσης, [[πολύπους]], αιτ. <i>-πουν</i> και <i>-ποδα</i>· πληθ. <i>-ποδες</i>, αιτ. <i>-πους</i>, <i>-ποδας</i>· ο [[θαλάσσιος]] [[πολύποδας]] ή το [[χταπόδι]], Λατ. polupus (σε Ρήτ.), σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. κ.λπ.
|lsmtext='''πολύπους:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-πουν</i>· αιτ. αρσ. <i>πολύποδα</i>· πληθ. ουδ. <i>πολύποδα</i>· αυτός που έχει [[πολλά]] πόδια, σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">• [[πολύπους]]:</b> [[κυρίως]] [[πουλύπους]], -οδος, ὁ (ο [[τύπος]] [[πολύπους]] είναι μεταγεν.)· ονομ. [[πουλύπους]], αιτ. <i>-πουν</i>, γεν. <i>πουλύποδος</i>· πληθ., ονομ. <i>πουλύποδες</i>· αιτ. <i>-ποδας</i>· γεν. <i>πουλυπόδων</i>· ποιητ. επίσης, [[πολύπους]], αιτ. <i>-πουν</i> και <i>-ποδα</i>· πληθ. <i>-ποδες</i>, αιτ. <i>-πους</i>, <i>-ποδας</i>· ο [[θαλάσσιος]] [[πολύποδας]] ή το [[χταπόδι]], Λατ. polupus (σε Ρήτ.), σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύπους -ουν [πολύς, πούς] gen. -ποδος, acc. -ποδα; plur. n. -ποδα, met vele voeten.<br />πολύπους -οδος, ὁ, ep. πουλύπους, poët. πουλύπος -ου, Ion. en poët. πωλύπους en πώλυπος -ου [πολύς, πούς] acc. -πουν en -ποδα zeepoliep, octopus. geneesk. poliep (in de neus).
}}
{{elru
|elrutext='''πολύπους:'''<br /><b class="num">I</b> ион. [[πουλύπους]] 2, gen. πολύποδος и πουλύπου многоногий (τὸ [[γένος]] Plat.; ἁ [[Ἐρινύς]] Soph.): [[ὄνος]] π. Arst. мокрица.<br /><b class="num">II</b> ион. [[πουλύπους]], gen. πολύποδος и πουλύπου ὁ зоол. полип Hom., Arst., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύπους]], [the [[form]] [[πολύπους]] is [[late]]<br />the sea-[[polypus]] or octopus, Lat. [[polypus]] (Hor.), Od., Theogn., etc. <br />[[πολύπους]],<br />[[many]]-footed, Soph., Plat.
|mdlsjtxt=[[πολύπους]], [the [[form]] [[πολύπους]] is [[late]]<br />the sea-[[polypus]] or octopus, Lat. [[polypus]] (Hor.), Od., Theogn., etc. <br />[[πολύπους]],<br />[[many]]-footed, Soph., Plat.
}}
}}