3,277,286
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />supériorité, avantage, ascendant, prééminence.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />supériorité, avantage, ascendant, prééminence.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλεονέκτημα -ατος, τό [πλεονεκτέω] voordeel:; οὐδεὶς πώποτε τοῦτ’ εἶδεν τὸ πλεονέκτημα nooit heeft iemand aandacht besteed aan het buitenkansje Dem. 21.60; succes:. μέγιστον εἰς πλεονεκτήματα (krijgskunde), de belangrijkste troef voor successen Gorg. B 11a30. concr. voor object van hebzucht of winstbejag. τῶν πλεονεκτημάτων τὰ μὲν χρήματα τυραννικά bij winstbejag (is) geld het object van de tiran Aristot. Pol. 1311a5. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλεονέκτημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[преимущество]], [[превосходство]] Plat., Dem., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> насилие, обман, тж. обида (οὐ δίκαια, ἀλλὰ πλεονεκτήματα Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλεονέκτημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[πλεονέκτημα]], [[απόκτημα]], [[προνόμιο]], σε Πλάτ., Δημ.· στον πληθ., αποκτήματα, επιτυχίες, προνόμια, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[πράξη]] απάτης, ιδιοτελές [[τέχνασμα]], σε Δημ. | |lsmtext='''πλεονέκτημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[πλεονέκτημα]], [[απόκτημα]], [[προνόμιο]], σε Πλάτ., Δημ.· στον πληθ., αποκτήματα, επιτυχίες, προνόμια, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[πράξη]] απάτης, ιδιοτελές [[τέχνασμα]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |