Anonymous

πτεροφόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte des ailes, ailé.<br />'''Étymologie:''' [[πτερόν]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte des ailes, ailé.<br />'''Étymologie:''' [[πτερόν]], [[φέρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πτεροφόρος -ον [πτερόν, φέρω] gevleugeld; subst. koerier (in Rome):. πτεροφόροι συνεχῶς ἐφοίτων koeriers gingen af en aan Plut. Oth. 4.2.
}}
{{elru
|elrutext='''πτεροφόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ (у римск. императоров) гонец Plut.<br />крылоносный, крылатый ([[δέμας]] Aesch.; Διὸς [[βέλος]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πτεροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει φτερά, [[φτερωτός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>πτεροφόρα φῦλα</i>, οι φτερωτές φυλές, σε Αριστοφ.· μεταφ., πτεροφόρου Διὸς [[βέλος]], ο [[φτερωτός]] [[κεραυνός]] του [[Δία]], στον ίδ.
|lsmtext='''πτεροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει φτερά, [[φτερωτός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>πτεροφόρα φῦλα</i>, οι φτερωτές φυλές, σε Αριστοφ.· μεταφ., πτεροφόρου Διὸς [[βέλος]], ο [[φτερωτός]] [[κεραυνός]] του [[Δία]], στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πτεροφόρος -ον [πτερόν, φέρω] gevleugeld; subst. koerier (in Rome):. πτεροφόροι συνεχῶς ἐφοίτων koeriers gingen af en aan Plut. Oth. 4.2.
}}
{{elru
|elrutext='''πτεροφόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ (у римск. императоров) гонец Plut.<br />крылоносный, крылатый ([[δέμας]] Aesch.; Διὸς [[βέλος]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πτερο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[feathered]], [[winged]], Aesch., Eur.; πτ. φῦλα the [[feathered]] tribes, Ar.:—metaph., πτ. Διὸς [[βέλος]] the [[winged]] [[bolt]] of [[Zeus]], Ar.
|mdlsjtxt=πτερο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[feathered]], [[winged]], Aesch., Eur.; πτ. φῦλα the [[feathered]] tribes, Ar.:—metaph., πτ. Διὸς [[βέλος]] the [[winged]] [[bolt]] of [[Zeus]], Ar.
}}
}}