3,270,508
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> celui qui nourrit, celui qui élève, qui prend soin;<br /><b>2</b> nourrisseur, éleveur (de chevaux, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]]. | |btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> celui qui nourrit, celui qui élève, qui prend soin;<br /><b>2</b> nourrisseur, éleveur (de chevaux, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τροφεύς -έως, ὁ [τρέφω] verzorger; f. voedster; overdr.: πάσης κακίας τροφεύς verzorger van elke vorm van slechtheid Plat. Resp. 580a. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τροφεύς:''' έως ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[кормилец]], [[воспитатель]] Trag.;<br /><b class="num">2)</b> [[держатель]]: τ. ἵππων Plat. разводящий лошадей; τ. ἅρματος Plat. владелец колесницы;<br /><b class="num">3)</b> [[зачинщик]], [[виновник]] (πάσης κακίας Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τροφεύς:''' -έως, ὁ ([[τροφή]]), αυτός που ανατρέφει ή μεγαλώνει, [[θετός]] [[πατέρας]], σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για [[γυναίκα]], [[τροφός]], σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τις πεδιάδες και τα όρη της Τροίας, χαίρετ' ὦ τροφῆς [[ἐμοί]], εσείς που με αναθρέψατε, σε Σοφ.· πάσης κακίας [[τροφεύς]], αυτός που περιθάλπει [[κάθε]] [[κακία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''τροφεύς:''' -έως, ὁ ([[τροφή]]), αυτός που ανατρέφει ή μεγαλώνει, [[θετός]] [[πατέρας]], σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για [[γυναίκα]], [[τροφός]], σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τις πεδιάδες και τα όρη της Τροίας, χαίρετ' ὦ τροφῆς [[ἐμοί]], εσείς που με αναθρέψατε, σε Σοφ.· πάσης κακίας [[τροφεύς]], αυτός που περιθάλπει [[κάθε]] [[κακία]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τροφεύς]], έως, ὁ, [[τροφή]]<br />one who rears or brings up, a [[foster]]-[[father]], Soph., Eur.; of a [[woman]], a [[nurse]], Aesch.:—metaph. of the plains and fountains of [[Troy]], χαίρετ' ὦ τροφῆς [[ἐμοί]] ye who reared me, Soph.; πάσης κακίας τρ. one who fosters all [[wickedness]], Plat. | |mdlsjtxt=[[τροφεύς]], έως, ὁ, [[τροφή]]<br />one who rears or brings up, a [[foster]]-[[father]], Soph., Eur.; of a [[woman]], a [[nurse]], Aesch.:—metaph. of the plains and fountains of [[Troy]], χαίρετ' ὦ τροφῆς [[ἐμοί]] ye who reared me, Soph.; πάσης κακίας τρ. one who fosters all [[wickedness]], Plat. | ||
}} | }} |