Anonymous

σίδηρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> fer;<br /><b>2</b> tout instrument de fer (épée, pointe de flèche, hache, faux, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> marché au fer.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. établie.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> fer;<br /><b>2</b> tout instrument de fer (épée, pointe de flèche, hache, faux, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> marché au fer.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. établie.
}}
{{elnl
|elnltext=σίδηρος -ου, ὁ, Dor. σίδᾱρος ijzer; vaak als symbool van kracht of hardheid; ὀφθαλμοὶ δ’ ὡς εἰ κέρα ἕστασαν ἠὲ σίδηρος ἀτρέμας zijn ogen stonden onbeweeglijk als horen of ijzer Od. 19.211; ὡς ἄρ’ ἦσθα πέτρος ἢ σίδαρος u was blijkbaar van steen of van ijzer Eur. Med. 1279; voorwerp van ijzer zwaard, mes, gereedschap; uitbr. ijzermarkt Xen. Hell. 3.3.7.
}}
{{elru
|elrutext='''σίδηρος:''' дор. σίδᾱρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[железо]] ([[πολιός]] Hom.; [[μέλας]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[железное орудие или оружие]] (наконечник, крюк, топор, меч, серп и т. п.) Hom., Theocr.: κτείνειν σιδήρῳ Eur. убивать мечом или ножом;<br /><b class="num">3)</b> [[рынок железных товаров]], [[скобяная торговля]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σίδηρος:''' Δωρ. σίδᾱρος, <i>ὁ</i>,<br /><b class="num">I.</b> το [[μέταλλο]] [[σίδηρος]], Λατ. [[ferrum]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ο [[σίδηρος]] ήταν το τελευταίο στη [[σειρά]] [[μέταλλο]] που τέθηκε σε [[κοινή]] [[χρήση]] από τους αρχαίους Έλληνες, γι' αυτό καλείτο [[πολύκμητος]], αυτός δηλ. που η [[κατεργασία]] του είναι [[κοπιώδης]], σε Όμηρ.· ήταν υψηλής αξίας και κομμάτια από σίδηρο δίδονταν ως έπαθλα, σε Ομήρ. Ιλ. Κατά κανόνα εισαγόταν από τις βόρειες και τις ανατολικές περιοχές του Ευξείνου, [[Σκύθης]] [[σίδηρος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[ferrum]], οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από σίδηρο, σιδερένιο [[εργαλείο]] ή όπλο, [[σπαθί]] ή [[μαχαίρι]], [[λεπίδα]] τσεκουριού κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[μέρος]] όπου πωλούνταν αντικείμενα από σίδηρο, [[σιδηρουργείο]], μαχαιροποιείο, σε Ξεν.
|lsmtext='''σίδηρος:''' Δωρ. σίδᾱρος, <i>ὁ</i>,<br /><b class="num">I.</b> το [[μέταλλο]] [[σίδηρος]], Λατ. [[ferrum]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ο [[σίδηρος]] ήταν το τελευταίο στη [[σειρά]] [[μέταλλο]] που τέθηκε σε [[κοινή]] [[χρήση]] από τους αρχαίους Έλληνες, γι' αυτό καλείτο [[πολύκμητος]], αυτός δηλ. που η [[κατεργασία]] του είναι [[κοπιώδης]], σε Όμηρ.· ήταν υψηλής αξίας και κομμάτια από σίδηρο δίδονταν ως έπαθλα, σε Ομήρ. Ιλ. Κατά κανόνα εισαγόταν από τις βόρειες και τις ανατολικές περιοχές του Ευξείνου, [[Σκύθης]] [[σίδηρος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[ferrum]], οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από σίδηρο, σιδερένιο [[εργαλείο]] ή όπλο, [[σπαθί]] ή [[μαχαίρι]], [[λεπίδα]] τσεκουριού κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[μέρος]] όπου πωλούνταν αντικείμενα από σίδηρο, [[σιδηρουργείο]], μαχαιροποιείο, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=σίδηρος -ου, ὁ, Dor. σίδᾱρος ijzer; vaak als symbool van kracht of hardheid; ὀφθαλμοὶ δ’ ὡς εἰ κέρα ἕστασαν ἠὲ σίδηρος ἀτρέμας zijn ogen stonden onbeweeglijk als horen of ijzer Od. 19.211; ὡς ἄρ’ ἦσθα πέτρος ἢ σίδαρος u was blijkbaar van steen of van ijzer Eur. Med. 1279; voorwerp van ijzer zwaard, mes, gereedschap; uitbr. ijzermarkt Xen. Hell. 3.3.7.
}}
{{elru
|elrutext='''σίδηρος:''' дор. σίδᾱρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[железо]] ([[πολιός]] Hom.; [[μέλας]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[железное орудие или оружие]] (наконечник, крюк, топор, меч, серп и т. п.) Hom., Theocr.: κτείνειν σιδήρῳ Eur. убивать мечом или ножом;<br /><b class="num">3)</b> [[рынок железных товаров]], [[скобяная торговля]] Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj