Anonymous

σύστασις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> action de rassembler, d'organiser, de disposer <i>en gén.</i> : [[σύστασις]] προσώπου PLUT action de composer son visage;<br /><b>2</b> action d'établir, de donner de la consistance à ; garantie, témoignage, recommandation : [[πρός]] τινα auprès de qqn;<br /><b>II.</b> action de se rassembler :<br /><b>1</b> organisation, arrangement, ordonnance, constitution d'un État, constitution politique;<br /><b>2</b> rassemblement de personnes ; <i>particul.</i> rassemblement tumultueux, attroupement séditieux ; <i>au sens polit.</i> association, union ; <i>particul.</i> conspiration;<br /><b>3</b> <i>avec idée d'hostilité</i> rencontre, engagement ; combat <i>en gén.</i> ; agitation (de l'esprit);<br /><b>4</b> condensation ; <i>en gén.</i> consistance, fermeté, durée, persistance.<br />'''Étymologie:''' [[συνίστημι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> action de rassembler, d'organiser, de disposer <i>en gén.</i> : [[σύστασις]] προσώπου PLUT action de composer son visage;<br /><b>2</b> action d'établir, de donner de la consistance à ; garantie, témoignage, recommandation : [[πρός]] τινα auprès de qqn;<br /><b>II.</b> action de se rassembler :<br /><b>1</b> organisation, arrangement, ordonnance, constitution d'un État, constitution politique;<br /><b>2</b> rassemblement de personnes ; <i>particul.</i> rassemblement tumultueux, attroupement séditieux ; <i>au sens polit.</i> association, union ; <i>particul.</i> conspiration;<br /><b>3</b> <i>avec idée d'hostilité</i> rencontre, engagement ; combat <i>en gén.</i> ; agitation (de l'esprit);<br /><b>4</b> condensation ; <i>en gén.</i> consistance, fermeté, durée, persistance.<br />'''Étymologie:''' [[συνίστημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύστᾰσις -εως, ἡ Att. ook ξύστᾰσις [συνίστημι] Ion. gen. -ιος ~ συνίστημι: het bijeen doen staan: introductie, aanbeveling:. τὴν πρὸς αὐτόν ἔντευξιν καὶ σύστασιν zijn kennismaking met en introductie bij hem Plut. Them. 27.8. ~ συνίσταμαι: het bijeen gaan staan samenscholing, groep mensen:; κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι in groepjes bijeenstaand Thuc. 2.21.3; politieke groepering; Isocr. 3.54; samenspanning:. σ.... ἐφ’ αὑτόν samenzwering tegen hem zelf Plut. Pyrrh. 23. conflict, handgemeen:; ἐν τῇ συστάσει μαχόμενον in het handgemeen meevechtend Hdt. 6.117.2; μάχη καὶ σύστασις strijd en handgemeen Plat. Lg. 833a; overdr. spanning. ξύστασιν τῆς ψυχῆς εἶχε (het leger op het land) verkeerde in grote geestelijke spanning Thuc. 7.71.1; προσώπου σύστασις een strak gelaat Plut. Per. 5.1. opeenhoping. ὕδατος ψυχροῦ καὶ ὑγροῦ σ. opeenhoping van koud water en vocht Hp. Vict. 1.10. structuur, samenstelling:. ἡ τοῦ κόσμου σύστασις de structuur van de kosmos Plat. Tim. 32c; σ. τοῦ σώματος lichamelijke constitutie Plat. Tim. 89a; ἡ σ. τῆς πόλεως de structuur van de staat Aristot. Pol. 1295b28; ποίαν τινὰ δεῖ τὴν σύστασιν εἶναι τῶν πραγμάτων hoe de structuur van de gebeurtenissen moet zijn Aristot. Poët. 1450b22. ontstaan, vorming:. σ. νόσων ontstaan van ziekten Plat. Tim. 89b; πόλεων συστάσεις καὶ φθοραί het ontstaan en verval van steden Plat. Lg. 782a.
}}
{{elru
|elrutext='''σύστᾰσις:''' εως, дор. ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[составление]] (τῶν ῥήσεων Plat.): ἡ σ. τῆς ἐπιβουλῆς Polyb. составление плана;<br /><b class="num">2)</b> [[сочетание]], [[расположение]] (τῶν πραγμάτων Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[состояние]]: ξ. τῶν φρενῶν Eur. душевное настроение;<br /><b class="num">4)</b> [[развитие]], [[укрепление]] (αἱ συστάσεις τῶν σωμάτων Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[строительство]], [[постройка]]: λιθολόγοι τινὸς ἀρχόμενοι συστάσεως Plat. каменщики, приступающие к какой-л. постройке;<br /><b class="num">6)</b> [[организация]], [[устройство]] (sc. τῆς πόλεως Plat.): σ. τοῦ κόσμου Plat. и ἡ τῶν ὅλων σ. Diod. мироздание; ἡ τῆς ψυχῆς σ. Plat. душевная организация;<br /><b class="num">7)</b> [[склад]], [[характер]] или [[выражение]]: προσώπου σ. Plut. выражение лица;<br /><b class="num">8)</b> (в драме), [[стечение обстоятельств]], [[ситуация]], Arst.;<br /><b class="num">9)</b> [[представление]], [[рекомендация]]: πατρικὴν ἔχειν σύστασιν Plut. иметь рекомендацию отца; τῷ Θεμιστοκλεῖ ἡ πρὸς τὸν [[βασιλέα]] σ. ἐγένετο Plut. Фемистокл был представлен царю;<br /><b class="num">10)</b> [[столкновение]], [[стычка]], [[бой]], Plat., Plut.: ἐν τῇ συστάσι μάχεσθαι Her. участвовать в сражении; ξύστασιν τῆς γνώμης ἔχειν Thuc. претерпевать душевную борьбу, быть в душевном смятении;<br /><b class="num">11)</b> [[состав]]: ἐξ ὕλης σύστασιν ἔχειν Plut. иметь материальный состав, обладать материальной природой;<br /><b class="num">12)</b> [[возникновение]], [[образование]] (συστάσεις πνευμάτων Diod.): ὁ [[Εὐφράτης]] τὴν ἀρχὴν λαμβάνει τῆς συστάσεως ἐξ Ἀρμενίας Diod. Эвфрат берет начало в Армении;<br /><b class="num">13)</b> [[соединение]], [[сочетание]] (ἀμφοτέρων λόγων Plat.): αἱ συστάσεις τῶν ὑδάτων Diod. водоемы;<br /><b class="num">14)</b> [[сборище]], [[группа]], [[толпа]] (πυκναὶ συστάσεις Eur.): κατὰ ξυστάσεις [[γενέσθαι]] Thuc. разбиться на группы;<br /><b class="num">15)</b> [[политический союз]] (ἐθνικαὶ συστάσεις Polyb.);<br /><b class="num">16)</b> [[дружественная связь]], [[дружба]] (πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">17)</b> [[тайный союз]], [[заговор]] или [[восстание]] (ἐπί τινα Plut.);<br /><b class="num">18)</b> [[сгущение]], [[уплотнение]], [[отвердение]] (ὑγρότητος Plut.);<br /><b class="num">19)</b> [[твердость]], [[плотность]] ([[πῆξις]] καὶ σ. Plut.);<br /><b class="num">20)</b> [[вещество]], [[материя]] (ἡ ὑγρὰ σ. Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύστᾰσις:''' ἡ ([[συνίστημι]]), από κοινού [[τοποθέτηση]], [[σύνθεση]], [[διευθέτηση]], [[οργάνωση]], [[τακτοποίηση]], σε Αριστ.·<br /><b class="num">Α. I.</b> [[σύστασις]] προσώπου, προμελετημένη σοβαρή ή [[σπουδαιοφανής]] [[έκφραση]] του προσώπου, λέγεται για τον Περικλή, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> το να φέρνει [[κάποιος]] σε [[επαφή]] [[δύο]] ανθρώπους, [[παρουσίαση]] του ενός στον άλλον, πρώτες συστάσεις, σε Πολύβ., Πλούτ. <b>Β.</b> (<i>[[συνίσταμαι]]</i>),<br /><b class="num">I. 1.</b> το να στέκεται [[κάποιος]] μαζί με κάποιον άλλον, [[συνάντηση]]· με εχθρική [[σημασία]], [[μάχη]] [[σώμα]] με [[σώμα]], [[συμπλοκή]], [[σύγκρουση]], σε Ηρόδ.· μεταφ., [[σύστασις]] γνώμης, [[πνευματικός]] [[αγώνας]], έντονη [[ανησυχία]] και εντατική [[μέριμνα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνάντηση]], [[ένωση]], όμιλος ανθρώπων, σε Ευρ.· <i>κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι</i>, αυτοί που συναθροίζονται σε ομάδες, σε Θουκ.· [[πολιτική]] [[ένωση]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[φιλία]] ή [[συμμαχία]], σε Πολύβ.· [[συνωμοσία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συγκρότηση]], η [[σύνθεση]], [[δομή]], [[διοργάνωση]], σε Πλάτ., Αριστ.· απόλ., [[πολιτική]] [[συγκρότηση]], [[σύνταγμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για τον νου, [[σύστασις]] φρενῶν, [[αυστηρότητα]], [[σοβαρότητα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σύστᾰσις:''' ἡ ([[συνίστημι]]), από κοινού [[τοποθέτηση]], [[σύνθεση]], [[διευθέτηση]], [[οργάνωση]], [[τακτοποίηση]], σε Αριστ.·<br /><b class="num">Α. I.</b> [[σύστασις]] προσώπου, προμελετημένη σοβαρή ή [[σπουδαιοφανής]] [[έκφραση]] του προσώπου, λέγεται για τον Περικλή, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> το να φέρνει [[κάποιος]] σε [[επαφή]] [[δύο]] ανθρώπους, [[παρουσίαση]] του ενός στον άλλον, πρώτες συστάσεις, σε Πολύβ., Πλούτ. <b>Β.</b> (<i>[[συνίσταμαι]]</i>),<br /><b class="num">I. 1.</b> το να στέκεται [[κάποιος]] μαζί με κάποιον άλλον, [[συνάντηση]]· με εχθρική [[σημασία]], [[μάχη]] [[σώμα]] με [[σώμα]], [[συμπλοκή]], [[σύγκρουση]], σε Ηρόδ.· μεταφ., [[σύστασις]] γνώμης, [[πνευματικός]] [[αγώνας]], έντονη [[ανησυχία]] και εντατική [[μέριμνα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνάντηση]], [[ένωση]], όμιλος ανθρώπων, σε Ευρ.· <i>κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι</i>, αυτοί που συναθροίζονται σε ομάδες, σε Θουκ.· [[πολιτική]] [[ένωση]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[φιλία]] ή [[συμμαχία]], σε Πολύβ.· [[συνωμοσία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συγκρότηση]], η [[σύνθεση]], [[δομή]], [[διοργάνωση]], σε Πλάτ., Αριστ.· απόλ., [[πολιτική]] [[συγκρότηση]], [[σύνταγμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για τον νου, [[σύστασις]] φρενῶν, [[αυστηρότητα]], [[σοβαρότητα]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύστᾰσις -εως, ἡ Att. ook ξύστᾰσις [συνίστημι] Ion. gen. -ιος ~ συνίστημι: het bijeen doen staan: introductie, aanbeveling:. τὴν πρὸς αὐτόν ἔντευξιν καὶ σύστασιν zijn kennismaking met en introductie bij hem Plut. Them. 27.8. ~ συνίσταμαι: het bijeen gaan staan samenscholing, groep mensen:; κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι in groepjes bijeenstaand Thuc. 2.21.3; politieke groepering; Isocr. 3.54; samenspanning:. σ.... ἐφ’ αὑτόν samenzwering tegen hem zelf Plut. Pyrrh. 23. conflict, handgemeen:; ἐν τῇ συστάσει μαχόμενον in het handgemeen meevechtend Hdt. 6.117.2; μάχη καὶ σύστασις strijd en handgemeen Plat. Lg. 833a; overdr. spanning. ξύστασιν τῆς ψυχῆς εἶχε (het leger op het land) verkeerde in grote geestelijke spanning Thuc. 7.71.1; προσώπου σύστασις een strak gelaat Plut. Per. 5.1. opeenhoping. ὕδατος ψυχροῦ καὶ ὑγροῦ σ. opeenhoping van koud water en vocht Hp. Vict. 1.10. structuur, samenstelling:. ἡ τοῦ κόσμου σύστασις de structuur van de kosmos Plat. Tim. 32c; σ. τοῦ σώματος lichamelijke constitutie Plat. Tim. 89a; ἡ σ. τῆς πόλεως de structuur van de staat Aristot. Pol. 1295b28; ποίαν τινὰ δεῖ τὴν σύστασιν εἶναι τῶν πραγμάτων hoe de structuur van de gebeurtenissen moet zijn Aristot. Poët. 1450b22. ontstaan, vorming:. σ. νόσων ontstaan van ziekten Plat. Tim. 89b; πόλεων συστάσεις καὶ φθοραί het ontstaan en verval van steden Plat. Lg. 782a.
}}
{{elru
|elrutext='''σύστᾰσις:''' εως, дор. ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[составление]] (τῶν ῥήσεων Plat.): ἡ σ. τῆς ἐπιβουλῆς Polyb. составление плана;<br /><b class="num">2)</b> [[сочетание]], [[расположение]] (τῶν πραγμάτων Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[состояние]]: ξ. τῶν φρενῶν Eur. душевное настроение;<br /><b class="num">4)</b> [[развитие]], [[укрепление]] (αἱ συστάσεις τῶν σωμάτων Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[строительство]], [[постройка]]: λιθολόγοι τινὸς ἀρχόμενοι συστάσεως Plat. каменщики, приступающие к какой-л. постройке;<br /><b class="num">6)</b> [[организация]], [[устройство]] (sc. τῆς πόλεως Plat.): σ. τοῦ κόσμου Plat. и ἡ τῶν ὅλων σ. Diod. мироздание; ἡ τῆς ψυχῆς σ. Plat. душевная организация;<br /><b class="num">7)</b> [[склад]], [[характер]] или [[выражение]]: προσώπου σ. Plut. выражение лица;<br /><b class="num">8)</b> (в драме), [[стечение обстоятельств]], [[ситуация]], Arst.;<br /><b class="num">9)</b> [[представление]], [[рекомендация]]: πατρικὴν ἔχειν σύστασιν Plut. иметь рекомендацию отца; τῷ Θεμιστοκλεῖ ἡ πρὸς τὸν [[βασιλέα]] σ. ἐγένετο Plut. Фемистокл был представлен царю;<br /><b class="num">10)</b> [[столкновение]], [[стычка]], [[бой]], Plat., Plut.: ἐν τῇ συστάσι μάχεσθαι Her. участвовать в сражении; ξύστασιν τῆς γνώμης ἔχειν Thuc. претерпевать душевную борьбу, быть в душевном смятении;<br /><b class="num">11)</b> [[состав]]: ἐξ ὕλης σύστασιν ἔχειν Plut. иметь материальный состав, обладать материальной природой;<br /><b class="num">12)</b> [[возникновение]], [[образование]] (συστάσεις πνευμάτων Diod.): ὁ [[Εὐφράτης]] τὴν ἀρχὴν λαμβάνει τῆς συστάσεως ἐξ Ἀρμενίας Diod. Эвфрат берет начало в Армении;<br /><b class="num">13)</b> [[соединение]], [[сочетание]] (ἀμφοτέρων λόγων Plat.): αἱ συστάσεις τῶν ὑδάτων Diod. водоемы;<br /><b class="num">14)</b> [[сборище]], [[группа]], [[толпа]] (πυκναὶ συστάσεις Eur.): κατὰ ξυστάσεις [[γενέσθαι]] Thuc. разбиться на группы;<br /><b class="num">15)</b> [[политический союз]] (ἐθνικαὶ συστάσεις Polyb.);<br /><b class="num">16)</b> [[дружественная связь]], [[дружба]] (πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">17)</b> [[тайный союз]], [[заговор]] или [[восстание]] (ἐπί τινα Plut.);<br /><b class="num">18)</b> [[сгущение]], [[уплотнение]], [[отвердение]] (ὑγρότητος Plut.);<br /><b class="num">19)</b> [[твердость]], [[плотность]] ([[πῆξις]] καὶ σ. Plut.);<br /><b class="num">20)</b> [[вещество]], [[материя]] (ἡ ὑγρὰ σ. Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj