Anonymous

συσσίτιον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />repas en commun ; τὰ συσσίτια syssities, <i>repas communs auxquels prenaient part tous les citoyens en Crète et à Sparte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σύσσιτος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[φιλίτια]].
|btext=ου (τό) :<br />repas en commun ; τὰ συσσίτια syssities, <i>repas communs auxquels prenaient part tous les citoyens en Crète et à Sparte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σύσσιτος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[φιλίτια]].
}}
{{elnl
|elnltext=συσσίτιον -ου, τό Att. ook ξυσσίτιον [σύσσιτος] gezamenlijke maaltijd (voor mannen, spec. in Sparta); ook ruimte voor gezamenlijke maaltijd, eetzaal.
}}
{{elru
|elrutext='''συσσίτιον:''' (σῑ) τό (преимущ. pl.) помещение для общих трапез, общественная столовая Eur., Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συσσίτιον:''' [ῑ], τό, κατά κανόνα στον πληθ. <i>συσσίτια</i>, <i>τά</i>,<br /><b class="num">I.</b> κοινό [[γεύμα]], κοινό [[τραπέζι]], κοινό [[δείπνο]], όπως αυτά που συνήθιζαν να παραθέτουν στην [[Κρήτη]] και τη [[Σπάρτη]], σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αίθουσα]], [[τραπεζαρία]] που παρατίθεται το [[συσσίτιο]], [[κοινή]] δειπνητήρια [[αίθουσα]], σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''συσσίτιον:''' [ῑ], τό, κατά κανόνα στον πληθ. <i>συσσίτια</i>, <i>τά</i>,<br /><b class="num">I.</b> κοινό [[γεύμα]], κοινό [[τραπέζι]], κοινό [[δείπνο]], όπως αυτά που συνήθιζαν να παραθέτουν στην [[Κρήτη]] και τη [[Σπάρτη]], σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αίθουσα]], [[τραπεζαρία]] που παρατίθεται το [[συσσίτιο]], [[κοινή]] δειπνητήρια [[αίθουσα]], σε Ευρ., Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=συσσίτιον -ου, τό Att. ook ξυσσίτιον [σύσσιτος] gezamenlijke maaltijd (voor mannen, spec. in Sparta); ook ruimte voor gezamenlijke maaltijd, eetzaal.
}}
{{elru
|elrutext='''συσσίτιον:''' (σῑ) τό (преимущ. pl.) помещение для общих трапез, общественная столовая Eur., Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj