Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> στύσω, <i>ao.</i> ἔστυσα, <i>pf.</i> ἔστυκα;<br />être en érection.<br />'''Étymologie:''' R. Στυ, se tenir debout ; cf. R. Στα, v. [[ἵστημι]].
|btext=<i>f.</i> στύσω, <i>ao.</i> ἔστυσα, <i>pf.</i> ἔστυκα;<br />être en érection.<br />'''Étymologie:''' R. Στυ, se tenir debout ; cf. R. Στα, v. [[ἵστημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=στύω [~ στῦλος] perf. Laconisch 3 plur. ἐστύκαντι Aristoph. Lys. 996, een erectie krijgen, (hem) omhoog krijgen:; ὅστις ἔτι στῦσαι δύνατος alwie hem nog omhoog kan krijgen Aristoph. Lys. 80; meestal pass. met intrans. perf. ἔστυκα een stijve krijgen of hebben:. οὐκ ἔστιν... ἀνὴρ ὅστις πρὸς ἐμὲ πρόσεισιν ἐστυκώς er is geen man die mij benadert met een stijve Aristoph. Lys. 214; ὡς ἀπὸ Τρίκκης μέχρι Παφλαγονίας στύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἀλεξάνδου μητέρα dat hij vanaf Tricca tot aan Paflagonië zijn pik achterna ging op zoek naar de moeder van Alexander Luc. 42.11.
}}
{{elru
|elrutext='''στύω:''' (ῡ) тж. med. находиться в состоянии напряжения Arph.: στύεσθαι ἐπί τινα Luc. arrigere in [[aliquam]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />([[κυρίως]] το μέσ.) <i>στύομαι</i><br />έχω το [[πέος]] ή την [[κλειτορίδα]] τεντωμένα, έχω [[στύση]], έχω διεγερθεί<br /><b>αρχ.</b><br />(το ενεργ.) ([[κυρίως]] σχετικά με το γεννητικό [[μόριο]]) [[κάνω]] σκληρό ή [[κάνω]] να σηκωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[στύω]] έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στ</i>- της ρίζας του [[ἵστημι]] με [[παρέκταση]] -<i>u</i>/<i>F</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στύλος]])].
|mltxt=ΝΑ<br />([[κυρίως]] το μέσ.) <i>στύομαι</i><br />έχω το [[πέος]] ή την [[κλειτορίδα]] τεντωμένα, έχω [[στύση]], έχω διεγερθεί<br /><b>αρχ.</b><br />(το ενεργ.) ([[κυρίως]] σχετικά με το γεννητικό [[μόριο]]) [[κάνω]] σκληρό ή [[κάνω]] να σηκωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[στύω]] έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στ</i>- της ρίζας του [[ἵστημι]] με [[παρέκταση]] -<i>u</i>/<i>F</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στύλος]])].
}}
{{elnl
|elnltext=στύω [~ στῦλος] perf. Laconisch 3 plur. ἐστύκαντι Aristoph. Lys. 996, een erectie krijgen, (hem) omhoog krijgen:; ὅστις ἔτι στῦσαι δύνατος alwie hem nog omhoog kan krijgen Aristoph. Lys. 80; meestal pass. met intrans. perf. ἔστυκα een stijve krijgen of hebben:. οὐκ ἔστιν... ἀνὴρ ὅστις πρὸς ἐμὲ πρόσεισιν ἐστυκώς er is geen man die mij benadert met een stijve Aristoph. Lys. 214; ὡς ἀπὸ Τρίκκης μέχρι Παφλαγονίας στύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἀλεξάνδου μητέρα dat hij vanaf Tricca tot aan Paflagonië zijn pik achterna ging op zoek naar de moeder van Alexander Luc. 42.11.
}}
{{elru
|elrutext='''στύω:''' (ῡ) тж. med. находиться в состоянии напряжения Arph.: στύεσθαι ἐπί τινα Luc. arrigere in [[aliquam]].
}}
}}
{{etym
{{etym