Anonymous

σύμφρουρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui veille avec, compagnon <i>ou</i> témoin de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φρουρός]].
|btext=ος, ον :<br />qui veille avec, compagnon <i>ou</i> témoin de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φρουρός]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύμφρουρος -ον, Att. ook ξύμφρουρος [σύν, φρουρά] samen (met... ) wacht houdend, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμφρουρος:''' вместе стоящий на страже, т. е. служивший убежищем ([[μέλαθρον]] ξύμφρουρόν τινι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύμφρουρος:''' -ον ([[φρουρά]]), αυτός που φρουρεί από κοινού, [[μέλαθρον]] σύμφρουρον [[ἐμοί]], το δωμάτιό μου, που φυλάει [[σκοπιά]] μαζί μου, δηλ. στο οποίο [[παραμένω]] [[ξάγρυπνος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''σύμφρουρος:''' -ον ([[φρουρά]]), αυτός που φρουρεί από κοινού, [[μέλαθρον]] σύμφρουρον [[ἐμοί]], το δωμάτιό μου, που φυλάει [[σκοπιά]] μαζί μου, δηλ. στο οποίο [[παραμένω]] [[ξάγρυπνος]], σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύμφρουρος -ον, Att. ook ξύμφρουρος [σύν, φρουρά] samen (met... ) wacht houdend, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμφρουρος:''' вместе стоящий на страже, т. е. служивший убежищем ([[μέλαθρον]] ξύμφρουρόν τινι Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύμ-φρουρος, ον, [[φρουρά]]<br />watching with, [[μέλαθρον]] σύμφρουρον [[ἐμοί]] the [[chamber]] that keeps [[watch]] with me, i. e. in [[which]] I lie [[sleepless]], Soph.
|mdlsjtxt=σύμ-φρουρος, ον, [[φρουρά]]<br />watching with, [[μέλαθρον]] σύμφρουρον [[ἐμοί]] the [[chamber]] that keeps [[watch]] with me, i. e. in [[which]] I lie [[sleepless]], Soph.
}}
}}