Anonymous

τύμβος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[κερκυραϊκός]] τ. τῡμος Α<br /><b>αρχαιολ.</b> [[τεχνητός]] [[κωνοειδής]] [[λόφος]] από [[χώμα]] και λίθους [[πάνω]] από το [[μέρος]] όπου έχει ταφεί [[νεκρός]] ή η [[κάλπη]] που περιείχε τη [[στάχτη]] του, αλλ. [[τούμπα]] (α. «ο [[τύμβος]] του Μαραθώνα» β. «χεῡ Ἀγαμέμνονι τύμβον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεγαλοπρεπής]] [[τάφος]]<br /><b>3.</b> επιτάφια [[πλάκα]], [[ταφόπετρα]] ή [[στήλη]] με την [[εικόνα]] του νεκρού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γήλοφος]], ύψωμα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὤσπερ]] ἀπὸ τύμβου πεσών»<br />(στον <b>Αριστοφ.</b> και σχετικά με τον Φιλοκλέωνα ο [[οποίος]] απευθύνεται με σκωπτικό τρόπο στον γιο του) σαν [[άνθρωπος]] παραζαλισμένος, που τά έχει χαμένα<br />β) «θρηνεῖν... πρὸς τύμβον [[μάτην]]»<br />(στον <b>Αισχύλ.</b>) λεγόταν για κάποιον που δεν προσέχει ή δεν επιθυμεί να ακούσει έναν ομιλητή<br />γ) «[[γέρων]] [[τύμβος]]»<br />(στον <b>Ευρ.</b>) <b>μτφ.</b> [[εσχατόγηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. <i>τύ</i>-<i>μβος</i> θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>t</i><i>ē</i><i>u</i>-<i>bh</i>- «[[φουσκώνω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τύφη]]) με έρρινο [[ένθημα]] -<i>m</i>- και αποδάσυνση του ενθήματος -<i>bh</i>- σε [[περιβάλλον]] [[μετά]] από έρρινο (<b>πρβλ.</b> <i>θρόμ</i>-<i>βος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τρέ</i>-<i>φ</i>-<i>ω</i>, <i>κόρυ</i>-<i>μ</i>-<i>βος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κορυ</i>-<i>φ</i>-<i>ή</i>) και να συνδεθεί με μέσ. ιρλδ. <i>tomm</i> «[[μικρός]] [[λόφος]]», γαλατ. <i>tom</i> «μικρό ύψωμα της γης, βουναλάκι». Η [[σύνδεση]] της λ. [[τύμβος]] με τα: λατ. <i>tŭmulus</i> «βουναλάκι», <i>tŭmeo</i> «[[φουσκώνω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>d</i><i>ū</i><i>mo</i>, γερμ. <i>Daumen</i> «[[αντίχειρας]]» θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή λόγω της παρουσίας του κερκυραϊκού τ. [[τῦμος]] με μακρό -<i>ῡ</i>-, παρλλ. [[προς]] το -<i>ῠ</i>- του τ. <i>τῠμβος</i>, προσκρούει, όμως, στην [[παρουσία]] στον ελλ. τ. του χειλικού -<i>β</i>- το οποίο δεν απαντά στις άλλες ΙΕ λ. Η λ. [[τύμβος]] δήλωνε αρχικά το μικρό ύψωμα της γης, τον σωρό χώματος [[πάνω]] από τον τάφο και στη [[συνέχεια]] έλαβε τη σημ. του τάφου και ιδιαίτερα του μεγαλοπρεπούς, επίσημου τάφου και [[έτσι]] [[πρέπει]] να διακριθεί από τη λ. [[τάφος]], που δήλωνε το σκαμμένο [[μέρος]], τον λάκκο όπου τοποθετούσαν τον νεκρό. Η λ. χρησιμοποιήθηκε [[επίσης]] μεταφορικά για να δηλώσει, με αστεϊσμό, τον γέρο (<b>πρβλ.</b> [[τυμβογέρων]]). Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tumba</i>) και στη [[συνέχεια]] και η Γαλλική (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>tombe</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[κερκυραϊκός]] τ. τῡμος Α<br /><b>αρχαιολ.</b> [[τεχνητός]] [[κωνοειδής]] [[λόφος]] από [[χώμα]] και λίθους [[πάνω]] από το [[μέρος]] όπου έχει ταφεί [[νεκρός]] ή η [[κάλπη]] που περιείχε τη [[στάχτη]] του, αλλ. [[τούμπα]] (α. «ο [[τύμβος]] του Μαραθώνα» β. «χεῡ Ἀγαμέμνονι τύμβον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεγαλοπρεπής]] [[τάφος]]<br /><b>3.</b> επιτάφια [[πλάκα]], [[ταφόπετρα]] ή [[στήλη]] με την [[εικόνα]] του νεκρού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γήλοφος]], ύψωμα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὤσπερ]] ἀπὸ τύμβου πεσών»<br />(στον <b>Αριστοφ.</b> και σχετικά με τον Φιλοκλέωνα ο [[οποίος]] απευθύνεται με σκωπτικό τρόπο στον γιο του) σαν [[άνθρωπος]] παραζαλισμένος, που τά έχει χαμένα<br />β) «θρηνεῖν... πρὸς τύμβον [[μάτην]]»<br />(στον <b>Αισχύλ.</b>) λεγόταν για κάποιον που δεν προσέχει ή δεν επιθυμεί να ακούσει έναν ομιλητή<br />γ) «[[γέρων]] [[τύμβος]]»<br />(στον <b>Ευρ.</b>) <b>μτφ.</b> [[εσχατόγηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. <i>τύ</i>-<i>μβος</i> θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>t</i><i>ē</i><i>u</i>-<i>bh</i>- «[[φουσκώνω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τύφη]]) με έρρινο [[ένθημα]] -<i>m</i>- και αποδάσυνση του ενθήματος -<i>bh</i>- σε [[περιβάλλον]] [[μετά]] από έρρινο (<b>πρβλ.</b> <i>θρόμ</i>-<i>βος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τρέ</i>-<i>φ</i>-<i>ω</i>, <i>κόρυ</i>-<i>μ</i>-<i>βος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κορυ</i>-<i>φ</i>-<i>ή</i>) και να συνδεθεί με μέσ. ιρλδ. <i>tomm</i> «[[μικρός]] [[λόφος]]», γαλατ. <i>tom</i> «μικρό ύψωμα της γης, βουναλάκι». Η [[σύνδεση]] της λ. [[τύμβος]] με τα: λατ. <i>tŭmulus</i> «βουναλάκι», <i>tŭmeo</i> «[[φουσκώνω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>d</i><i>ū</i><i>mo</i>, γερμ. <i>Daumen</i> «[[αντίχειρας]]» θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή λόγω της παρουσίας του κερκυραϊκού τ. [[τῦμος]] με μακρό -<i>ῡ</i>-, παρλλ. [[προς]] το -<i>ῠ</i>- του τ. <i>τῠμβος</i>, προσκρούει, όμως, στην [[παρουσία]] στον ελλ. τ. του χειλικού -<i>β</i>- το οποίο δεν απαντά στις άλλες ΙΕ λ. Η λ. [[τύμβος]] δήλωνε αρχικά το μικρό ύψωμα της γης, τον σωρό χώματος [[πάνω]] από τον τάφο και στη [[συνέχεια]] έλαβε τη σημ. του τάφου και ιδιαίτερα του μεγαλοπρεπούς, επίσημου τάφου και [[έτσι]] [[πρέπει]] να διακριθεί από τη λ. [[τάφος]], που δήλωνε το σκαμμένο [[μέρος]], τον λάκκο όπου τοποθετούσαν τον νεκρό. Η λ. χρησιμοποιήθηκε [[επίσης]] μεταφορικά για να δηλώσει, με αστεϊσμό, τον γέρο (<b>πρβλ.</b> [[τυμβογέρων]]). Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>[[tumba]]</i>) και στη [[συνέχεια]] και η Γαλλική (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>[[tombe]]</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm