Anonymous

ἀλγίων: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>Cp.</i>;<br />plus douloureux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλγος]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>Cp.</i>;<br />plus douloureux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλγος]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀλγίων]] comp. van [[ἀλγεινός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλγίων:''' 2, gen. ονος compar. к [[ἀλγεινός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλγίων:''' [ῑ], -ον, [[ἄλγιστος]], -η, -ον, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του [[ἀλγεινός]], σχημ. από το ουσ. [[ἄλγος]] (όπως [[καλλίων]], <i>-ιστος</i> από το [[κάλλος]], [[αἰσχίων]], <i>-ιστος</i> από το [[αἶσχος]])· οδυνηρότερος ή οδυνηρότατος, [[θλιβερός]] ή [[βασανιστικός]], [[δυσάρεστος]]· στον συγκρ. ο Όμηρ. παραδίδει μόνο το ουδ. <i>ἄλγιον</i>, τόσο το χειρότερο, τόσο το δυσκολότερο· ἥτ'<i>ἀλγίστη δαμάσασθαι</i> (λέγεται για [[μουλάρι]]), σε Ομήρ. Ιλ. (Στον Όμηρ. <i>ἄλγῐον</i>, [[αλλά]] <i>ῑ</i> πάντα σε Αττ.).
|lsmtext='''ἀλγίων:''' [ῑ], -ον, [[ἄλγιστος]], -η, -ον, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του [[ἀλγεινός]], σχημ. από το ουσ. [[ἄλγος]] (όπως [[καλλίων]], <i>-ιστος</i> από το [[κάλλος]], [[αἰσχίων]], <i>-ιστος</i> από το [[αἶσχος]])· οδυνηρότερος ή οδυνηρότατος, [[θλιβερός]] ή [[βασανιστικός]], [[δυσάρεστος]]· στον συγκρ. ο Όμηρ. παραδίδει μόνο το ουδ. <i>ἄλγιον</i>, τόσο το χειρότερο, τόσο το δυσκολότερο· ἥτ'<i>ἀλγίστη δαμάσασθαι</i> (λέγεται για [[μουλάρι]]), σε Ομήρ. Ιλ. (Στον Όμηρ. <i>ἄλγῐον</i>, [[αλλά]] <i>ῑ</i> πάντα σε Αττ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλγίων:''' 2, gen. ονος compar. к [[ἀλγεινός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[irreg. comp. and Sup. of [[ἀλγεινός]], formed from [[ἄλγος]] (as [[καλλίων]], -ιστος from [[κάλλος]], [[αἰσχίων]], -ιστος from [[αἶσχος]])] [In Hom. ἄλγιον, ι [[short]], but ῑ [[always]] in [[attic]].]<br />[[more]] or [[most]] [[painful]], [[grievous]] or [[distressing]]:— of the comp., Hom. has only neut. ἄλγιον, so [[much]] the [[worse]], all the harder; ἀλγίστη δαμάσασθαι (of a [[mule]]), Il.
|mdlsjtxt=[irreg. comp. and Sup. of [[ἀλγεινός]], formed from [[ἄλγος]] (as [[καλλίων]], -ιστος from [[κάλλος]], [[αἰσχίων]], -ιστος from [[αἶσχος]])] [In Hom. ἄλγιον, ι [[short]], but ῑ [[always]] in [[attic]].]<br />[[more]] or [[most]] [[painful]], [[grievous]] or [[distressing]]:— of the comp., Hom. has only neut. ἄλγιον, so [[much]] the [[worse]], all the harder; ἀλγίστη δαμάσασθαι (of a [[mule]]), Il.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀλγίων]] comp. van [[ἀλγεινός]].
}}
}}