Anonymous

κνησμώδης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1460.png Seite 1460]] ες, Kitzel erregend, Hippocr.; mit Jucken oder Kitzeln behaftet, [[διάθεσις]], id. – S. κνισμ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1460.png Seite 1460]] ες, Kitzel erregend, Hippocr.; mit Jucken oder Kitzeln behaftet, [[διάθεσις]], id. – S. κνισμ.
}}
{{elnl
|elnltext=κνησμώδης -ες [κνησμός] jeuk opwekkend, irriterend. aan jeuk lijdend.
}}
{{elru
|elrutext='''κνησμώδης:''' [[сопровождающийся зудом]] (sc. νόσοι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[κνησμώδης]], -ῶδες) [[κνησμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί κνησμό, [[ερεθιστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από κνησμό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή [[έξαψη]] («[[ψωρώδης]] [[διάθεσις]] ή [[λεπρώδης]] ή [[αλφώδης]] ή [[κνησμώδης]]», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κνησμωδώς</i> (Α)<br />με τρόπο που προκαλεί κνησμό («δάκνεσθαι κνησμωδώς», <b>Γαλ.</b>).
|mltxt=-ες (AM [[κνησμώδης]], -ῶδες) [[κνησμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί κνησμό, [[ερεθιστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από κνησμό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή [[έξαψη]] («[[ψωρώδης]] [[διάθεσις]] ή [[λεπρώδης]] ή [[αλφώδης]] ή [[κνησμώδης]]», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κνησμωδώς</i> (Α)<br />με τρόπο που προκαλεί κνησμό («δάκνεσθαι κνησμωδώς», <b>Γαλ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κνησμώδης:''' [[сопровождающийся зудом]] (sc. νόσοι Arst.).
}}
{{elnl
|elnltext=κνησμώδης -ες [κνησμός] jeuk opwekkend, irriterend. aan jeuk lijdend.
}}
}}