κνησμώδης
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
κνησμῶδες,
A affected with itching, Hp.Aph.6.9, Aret.SD1.15, Gal.10.261.
II accompanied with itching or accompanied with irritation, Arist.Pr.887a35, Gal.7.197. Adv. κνησμωδῶς = with itching Id.19.70.
III causing irritation, ἅλες Str. 11.13.2.
German (Pape)
[Seite 1460] ες, Kitzel erregend, Hippocr.; mit Jucken oder Kitzeln behaftet, διάθεσις, id. – S. κνισμ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνησμώδης -ες [κνησμός] jeuk opwekkend, irriterend. aan jeuk lijdend.
Russian (Dvoretsky)
κνησμώδης: сопровождающийся зудом (sc. νόσοι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κνησμώδης: -ες, πάσχων ἐκ κνησμοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1256, κτλ. ΙΙ. ἔχων κνησμόν, Ἀριστ. Προβλ. 7. 8, 3· ― Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην 19. 70. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε κνισμώδης.
Greek Monolingual
-ες (AM κνησμώδης, -ῶδες) κνησμός
1. αυτός που προκαλεί κνησμό, ερεθιστικός
2. αυτός που πάσχει από κνησμό
αρχ.
αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή έξαψη («ψωρώδης διάθεσις ή λεπρώδης ή αλφώδης ή κνησμώδης», Γαλ.).
επίρρ...
κνησμωδώς (Α)
με τρόπο που προκαλεί κνησμό («δάκνεσθαι κνησμωδώς», Γαλ.).