Anonymous

σκάμμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] τό, 1) das Gegrabene, der Graben, die Grube, Plat. Legg. VIII, 845 e. – 2) bes. in den Gymnasien u. Palästren ein tief ausgegrabener od. mit Gräben umzogener, mit Sand überfahrener Platz, auf dem die Athleten sich übten; dah. die Uebung, der Kampf selbst, die Gefahr, ἐπὶ τοῦ σκάμματος εἶναι, Pol. 40, 5, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] τό, 1) das Gegrabene, der Graben, die Grube, Plat. Legg. VIII, 845 e. – 2) bes. in den Gymnasien u. Palästren ein tief ausgegrabener od. mit Gräben umzogener, mit Sand überfahrener Platz, auf dem die Athleten sich übten; dah. die Uebung, der Kampf selbst, die Gefahr, ἐπὶ τοῦ σκάμματος εἶναι, Pol. 40, 5, 5.
}}
{{elnl
|elnltext=σκάμμα -ατος, τό [σκάπτω] kuil.
}}
{{elru
|elrutext='''σκάμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[ров]], [[канава]]: διαφθείρειν [[ὕδωρ]] ἀλλότριον σκάμμασιν Plat. испортить чужую воду, отведя ее подкопом;<br /><b class="num">2)</b> (в гимнасиях и палестрах) гимнастический ров: ἐπὶ τοῦ σκάμματος εἶναι погов. Polyb. быть у рва, т. е. быть готовым к решительной схватке.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ατος, το, ΝΑ<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[σκάπτω]], [[τόπος]] σκαμμένος, [[κοίλωμα]], [[λάκκος]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] σκαμμένος και επιστρωμένος με άμμο [[κατάλληλος]] για την [[τέλεση]] διαφόρων αγωνισμάτων, όπως της πάλης, του άλματος κ.ά.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] του γυμναστηρίου όπου τελείται το [[αγώνισμα]] της πάλης<br /><b>2.</b> αφρώδες [[νερό]] με [[σαπούνι]] που απομένει στη [[σκάφη]] [[μετά]] το [[πλύσιμο]] λεπτών [[συνήθως]] ενδυμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] του ιπποδρόμου που βρίσκεται [[απέναντι]] από τη [[σφενδόνη]], το [[πέταλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[σκάπτω]], το [[σκάψιμο]]<br /><b>2.</b> [[αυλάκι]] με ενδείξεις, κατάλληλο για τη [[μέτρηση]] του μήκους του άλματος<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ τοῦ σκάμματος ὤν» — [[καθώς]] βρίσκεται σε κρίσιμη [[στιγμή]]<br />β) «ἐπὶ μείζονα σκάμματα» — σε μεγάλους κινδύνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκάπ</i>-<i>τω</i> (για το θ. <i>σκαπ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>, με [[αφομοίωση]] του -<i>π</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>γράμ</i>-<i>μα</i>)].
|mltxt=-ατος, το, ΝΑ<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[σκάπτω]], [[τόπος]] σκαμμένος, [[κοίλωμα]], [[λάκκος]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] σκαμμένος και επιστρωμένος με άμμο [[κατάλληλος]] για την [[τέλεση]] διαφόρων αγωνισμάτων, όπως της πάλης, του άλματος κ.ά.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] του γυμναστηρίου όπου τελείται το [[αγώνισμα]] της πάλης<br /><b>2.</b> αφρώδες [[νερό]] με [[σαπούνι]] που απομένει στη [[σκάφη]] [[μετά]] το [[πλύσιμο]] λεπτών [[συνήθως]] ενδυμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] του ιπποδρόμου που βρίσκεται [[απέναντι]] από τη [[σφενδόνη]], το [[πέταλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[σκάπτω]], το [[σκάψιμο]]<br /><b>2.</b> [[αυλάκι]] με ενδείξεις, κατάλληλο για τη [[μέτρηση]] του μήκους του άλματος<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ τοῦ σκάμματος ὤν» — [[καθώς]] βρίσκεται σε κρίσιμη [[στιγμή]]<br />β) «ἐπὶ μείζονα σκάμματα» — σε μεγάλους κινδύνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκάπ</i>-<i>τω</i> (για το θ. <i>σκαπ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>, με [[αφομοίωση]] του -<i>π</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>γράμ</i>-<i>μα</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''σκάμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[ров]], [[канава]]: διαφθείρειν [[ὕδωρ]] ἀλλότριον σκάμμασιν Plat. испортить чужую воду, отведя ее подкопом;<br /><b class="num">2)</b> (в гимнасиях и палестрах) гимнастический ров: ἐπὶ τοῦ σκάμματος εἶναι погов. Polyb. быть у рва, т. е. быть готовым к решительной схватке.
}}
{{elnl
|elnltext=σκάμμα -ατος, τό [σκάπτω] kuil.
}}
}}