Anonymous

αἵρεσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de prendre, prise;<br /><b>2</b> choix : αἵρεσιν διδόναι, νέμειν donner, laisser le choix à qqn ; αἵρεσιν λαμβάνειν avoir le choix ; ἔστι <i>ou</i> γίγνεταί μοι [[αἵρεσις]] THC j’ai le choix ; [[οὐκ]] [[ἔχει]] αἵρεσιν PLUT cela n’admet pas de choix, il n’y a pas de choix ; <i>particul.</i> choix par un vote, élection;<br /><b>3</b> préférence, inclination ; dessein, projet.<br />'''Étymologie:''' [[αἱρέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de prendre, prise;<br /><b>2</b> choix : αἵρεσιν διδόναι, νέμειν donner, laisser le choix à qqn ; αἵρεσιν λαμβάνειν avoir le choix ; ἔστι <i>ou</i> γίγνεταί μοι [[αἵρεσις]] THC j’ai le choix ; [[οὐκ]] [[ἔχει]] αἵρεσιν PLUT cela n’admet pas de choix, il n’y a pas de choix ; <i>particul.</i> choix par un vote, élection;<br /><b>3</b> préférence, inclination ; dessein, projet.<br />'''Étymologie:''' [[αἱρέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''αἵρεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[взятие]], [[овладение]], [[захват]], [[завоевание]] (Βαβυλῶνος Her.; τῆς πόλεως Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[свобода выбора]], [[выбор]] (αἵ. καὶ [[κρίσις]] Isocr.; αἵρεσίν τινι [[διδόναι]] Her., προβάλλειν или προτιθέναι Plat.): διακρῖναι τὴν αἵρεσιν Her. сделать выбор; [[οἷς]] αἵ. γεγένηται Thuc. (те), у которых есть возможность выбирать; οὐκ [[ἔχει]] αἵρεσιν Plut. нет свободы выбора;<br /><b class="num">3)</b> [[выборы]], [[избрание]] Thuc., Arst.;<br /><b class="num">4)</b> [[избранные лица]]: ἡ αἵ. τῆς ἐξ Ἀρείου πάγου [[βουλῆς]] Plat. выборные от Ареопага;<br /><b class="num">5)</b> [[стремление]], [[тяготение]], [[влечение]], [[склонность]] (τινος Plat. и πρός τινα Dem., Polyb.): αἵ. [[Ἑλληνική]] Polyb. ревностное изучение греческой словесности;<br /><b class="num">6)</b> [[направление]], [[школа]], [[учение]] (τοῦ Περιπάτου αἵ. Polyb.): αἱ τῆς φιλοσοφίας αἱρέσεις Sext. философские школы;<br /><b class="num">7)</b> [[секта]] (ἡ αἵ. τῶν Σαδδουκαίων NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἵρεσις:''' -εως, ἡ ([[αἱρέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άλωση]], [[κατάληψη]], [[ιδίως]] μιας πόλης, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡ βασιλῆος [[αἵρεσις]], η [[κατάληψη]] από το βασιλιά, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σχέδιο]] κατάληψης μιας περιοχής, ενός τόπου, σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (<i>αἱρέομαι</i>), [[εκλογή]], [[διαλογή]], [[προτίμηση]]· <i>νέμειν</i>, <i>προτιθέναι</i>, <i>προβάλλειν</i>· [[δίνω]] ή [[προσφέρω]] το [[δικαίωμα]] εκλογής, σε Ηρόδ., Αττ.· [[αἵρεσις]] γίγνεταί τινι, επιτρέπεται σε κάποιον να εκλέξει, σε Θουκ.· <i>αἵρεσιν λαμβάνειν</i>, το να έχει [[κάποιος]] το [[δικαίωμα]] της εκλογής, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιλογή]] ή [[εκλογή]] των αρχόντων, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[εκλογή]], προμελετημένο [[σχέδιο]], [[σκοπός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> φιλοσοφική [[αρχή]], [[αίρεση]], [[σχολή]] κ.λπ.· [[ιδίως]] θρησκευτική [[αίρεση]], όπως οι [[Σαδδουκαίοι]] και οι Φαρισαίοι, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">5.</b> η θρησκευτική [[αίρεση]] ως [[διδασκαλία]] και [[έτερος]] [[τρόπος]] αντίληψης και διδαχής, σε Εκκλ.
|lsmtext='''αἵρεσις:''' -εως, ἡ ([[αἱρέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άλωση]], [[κατάληψη]], [[ιδίως]] μιας πόλης, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡ βασιλῆος [[αἵρεσις]], η [[κατάληψη]] από το βασιλιά, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σχέδιο]] κατάληψης μιας περιοχής, ενός τόπου, σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (<i>αἱρέομαι</i>), [[εκλογή]], [[διαλογή]], [[προτίμηση]]· <i>νέμειν</i>, <i>προτιθέναι</i>, <i>προβάλλειν</i>· [[δίνω]] ή [[προσφέρω]] το [[δικαίωμα]] εκλογής, σε Ηρόδ., Αττ.· [[αἵρεσις]] γίγνεταί τινι, επιτρέπεται σε κάποιον να εκλέξει, σε Θουκ.· <i>αἵρεσιν λαμβάνειν</i>, το να έχει [[κάποιος]] το [[δικαίωμα]] της εκλογής, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιλογή]] ή [[εκλογή]] των αρχόντων, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[εκλογή]], προμελετημένο [[σχέδιο]], [[σκοπός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> φιλοσοφική [[αρχή]], [[αίρεση]], [[σχολή]] κ.λπ.· [[ιδίως]] θρησκευτική [[αίρεση]], όπως οι [[Σαδδουκαίοι]] και οι Φαρισαίοι, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">5.</b> η θρησκευτική [[αίρεση]] ως [[διδασκαλία]] και [[έτερος]] [[τρόπος]] αντίληψης και διδαχής, σε Εκκλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἵρεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[взятие]], [[овладение]], [[захват]], [[завоевание]] (Βαβυλῶνος Her.; τῆς πόλεως Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[свобода выбора]], [[выбор]] (αἵ. καὶ [[κρίσις]] Isocr.; αἵρεσίν τινι [[διδόναι]] Her., προβάλλειν или προτιθέναι Plat.): διακρῖναι τὴν αἵρεσιν Her. сделать выбор; [[οἷς]] αἵ. γεγένηται Thuc. (те), у которых есть возможность выбирать; οὐκ [[ἔχει]] αἵρεσιν Plut. нет свободы выбора;<br /><b class="num">3)</b> [[выборы]], [[избрание]] Thuc., Arst.;<br /><b class="num">4)</b> [[избранные лица]]: ἡ αἵ. τῆς ἐξ Ἀρείου πάγου [[βουλῆς]] Plat. выборные от Ареопага;<br /><b class="num">5)</b> [[стремление]], [[тяготение]], [[влечение]], [[склонность]] (τινος Plat. и πρός τινα Dem., Polyb.): αἵ. [[Ἑλληνική]] Polyb. ревностное изучение греческой словесности;<br /><b class="num">6)</b> [[направление]], [[школа]], [[учение]] (τοῦ Περιπάτου αἵ. Polyb.): αἱ τῆς φιλοσοφίας αἱρέσεις Sext. философские школы;<br /><b class="num">7)</b> [[секта]] (ἡ αἵ. τῶν Σαδδουκαίων NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj