Anonymous

Βάκχος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Bacchus, <i>nom réc. de Dionysos ou Iakkhos, dieu du vin, représenté comme le civilisateur du genre humain, le symbole des forces productrices de la nature, etc.</i> ; le vin lui-même.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝαχ, crier, pê apparenté à [[ἠχέω]] ; cf. [[Ἴακχος]] ; R. &#42;ϜιϜακχος, et [[ἰαχή]].
|btext=ου (ὁ) :<br />Bacchus, <i>nom réc. de Dionysos ou Iakkhos, dieu du vin, représenté comme le civilisateur du genre humain, le symbole des forces productrices de la nature, etc.</i> ; le vin lui-même.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝαχ, crier, pê apparenté à [[ἠχέω]] ; cf. [[Ἴακχος]] ; R. &#42;ϜιϜακχος, et [[ἰαχή]].
}}
{{elru
|elrutext='''Βάκχος:''' ὁ (впервые у Soph.; тж. [[Ἴακχος]] и [[Διόνυσος]]) Вакх (сын Зевса и Семелы, уроженец Фив, бог винограда, виноградарства, виноделия и вина) Soph., Eur., Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Βάκχος:''' ὁ, Λατ. [[Bacchus]],<br /><b class="num">I.</b> νεότερο όνομα του Διονύσου (σημ., το όνομα «[[Βάκχος]]» απαντά για πρώτη [[φορά]] στο Σοφ.), ο [[οποίος]] αποκαλούνταν [[Διόνυσος]] [[Βάκχειος]] και ὁ [[Βάκχειος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> προσωνύμιο του <i>οἴνου</i>, σε Ευρ. κ.α.<br /><b class="num">III.</b> [[ένθερμος]] [[θιασώτης]] του Βάκχου, [[καθένας]] που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] μανίας, [[ιερής]] έξαψης, στον ίδ., σε Πλάτ. (σημ., φαίνεται ότι είναι <i>√ϜΑΧ</i>, έτσι ώστε το [[Βάκχος]] να αντιπροσωπεύει το <i>Ϝάκχος</i>· η [[λέξη]] [[Ἴακχος]] χρησιμ. αντί <i>ϜίϜακχος</i>· πιθ. προέρχεται από το [[ἰάχω]] = ϜιϜάχω, [[φωνάζω]], [[αλαλάζω]]).
|lsmtext='''Βάκχος:''' ὁ, Λατ. [[Bacchus]],<br /><b class="num">I.</b> νεότερο όνομα του Διονύσου (σημ., το όνομα «[[Βάκχος]]» απαντά για πρώτη [[φορά]] στο Σοφ.), ο [[οποίος]] αποκαλούνταν [[Διόνυσος]] [[Βάκχειος]] και ὁ [[Βάκχειος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> προσωνύμιο του <i>οἴνου</i>, σε Ευρ. κ.α.<br /><b class="num">III.</b> [[ένθερμος]] [[θιασώτης]] του Βάκχου, [[καθένας]] που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] μανίας, [[ιερής]] έξαψης, στον ίδ., σε Πλάτ. (σημ., φαίνεται ότι είναι <i>√ϜΑΧ</i>, έτσι ώστε το [[Βάκχος]] να αντιπροσωπεύει το <i>Ϝάκχος</i>· η [[λέξη]] [[Ἴακχος]] χρησιμ. αντί <i>ϜίϜακχος</i>· πιθ. προέρχεται από το [[ἰάχω]] = ϜιϜάχω, [[φωνάζω]], [[αλαλάζω]]).
}}
{{elru
|elrutext='''Βάκχος:''' ὁ (впервые у Soph.; тж. [[Ἴακχος]] и [[Διόνυσος]]) Вакх (сын Зевса и Семелы, уроженец Фив, бог винограда, виноградарства, виноделия и вина) Soph., Eur., Plut., Luc.
}}
}}
{{etym
{{etym