3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.2 inf.</i> [[γηράναι]] <i>et part.</i> [[γηράς]];<br />vieillir ; <i>en parl. de fruits</i> mûrir.<br />'''Étymologie:''' [[γῆρας]]. | |btext=<i>seul. prés., impf. et ao.2 inf.</i> [[γηράναι]] <i>et part.</i> [[γηράς]];<br />vieillir ; <i>en parl. de fruits</i> mûrir.<br />'''Étymologie:''' [[γῆρας]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γηράσκω:''' и [[γηράω]] (fut. γηράσω и γεράσομαι с ᾱ, aor. ἐγήρασα - inf. [[γηρᾶναι]] или [[γηράναι]] и тж. γηρᾶσαι; part. [[γηράς]] - эп. dat. pl. γηράντεσσι; pf. γεγήρᾱκα)<br /><b class="num">1)</b> [[стареть]], [[стариться]] ([[λιπαρῶς]] [[γηρασκέμεν]] ἐν μεγάροισι Hom.; γηράσκει πάντα ὑπο τοῦ χρόνου Arst.): ἂν γηράσῃ Plut. если бы он дожил до старости; κηρύσσων γήρασκε Hom. он состарился в должности глашатая; οὐ γεγήρακεν [[σθένος]] Soph. сила не ослабела;<br /><b class="num">2)</b> [[зреть]], [[созревать]] ([[μῆλον]] ἐπὶ μήλῷ γηράσκει Hom.): ὁ γηράσκων [[χρόνος]] Aesch. уходящее вперед время;<br /><b class="num">3)</b> [[старить]], [[лишать сил]] (λυσσητῆρα [[πόδα]] Anth.): γηρᾶσαί τινα τροφῇ Aesch. дать дожить кому-л. до старости;<br /><b class="num">4)</b> med. [[переживать]], [[жить]]: [[τρεῖς]] ἐλάφους ὁ [[κόραξ]] γηράσκεται Hes. ворон живет три оленьих века. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γηράσκω:''' μέλ. <i>γηράσω</i> και γηράσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ <i>ἐγήρᾱσα</i>, παρακ. <i>γεγήρᾱκα</i>· υπάρχει επίσης [[τύπος]] ενεστ. [[γηράω]]· υπάρχουν επίσης και κάποιοι τύποι αορ. βʹ από υποτιθέμενο ενεστ. <i>γήρημι</i> ή <i>γήρᾱμι</i>, γʹ ενικ. [[ἐγήρα]], απαρ. [[γηράναι]] [ᾰ], μτχ. [[γηράς]], Επικ. δοτ. πληθ. <i>γηράντεσσι</i> ([[γῆρας]]),<br /><b class="num">I.</b> γερνώ, [[προχωρώ]] σε [[ηλικία]], [[γίνομαι]] ηλικιωμένος· και στον αόρ. και παρακ., είμαι γέρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>κηρύσσων γήρασκε</i>, γερνούσε κατά τη [[διάρκεια]] άσκησης του αξιώματός του ως [[κήρυκας]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, [[χρόνος]] γηράσκων, σε Αισχύλ.· με αιτ. ως σύστ. αντικ., βίον [[γηράναι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ. στον αόρ. αʹ <i>ἐγήρᾱσα</i>, έκανα κάποιον να γεράσει, τον έφερα σε [[μεγάλη]] [[ηλικία]], σε Αισχύλ., Ανθ. | |lsmtext='''γηράσκω:''' μέλ. <i>γηράσω</i> και γηράσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ <i>ἐγήρᾱσα</i>, παρακ. <i>γεγήρᾱκα</i>· υπάρχει επίσης [[τύπος]] ενεστ. [[γηράω]]· υπάρχουν επίσης και κάποιοι τύποι αορ. βʹ από υποτιθέμενο ενεστ. <i>γήρημι</i> ή <i>γήρᾱμι</i>, γʹ ενικ. [[ἐγήρα]], απαρ. [[γηράναι]] [ᾰ], μτχ. [[γηράς]], Επικ. δοτ. πληθ. <i>γηράντεσσι</i> ([[γῆρας]]),<br /><b class="num">I.</b> γερνώ, [[προχωρώ]] σε [[ηλικία]], [[γίνομαι]] ηλικιωμένος· και στον αόρ. και παρακ., είμαι γέρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>κηρύσσων γήρασκε</i>, γερνούσε κατά τη [[διάρκεια]] άσκησης του αξιώματός του ως [[κήρυκας]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, [[χρόνος]] γηράσκων, σε Αισχύλ.· με αιτ. ως σύστ. αντικ., βίον [[γηράναι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ. στον αόρ. αʹ <i>ἐγήρᾱσα</i>, έκανα κάποιον να γεράσει, τον έφερα σε [[μεγάλη]] [[ηλικία]], σε Αισχύλ., Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |