Anonymous

γλαύξ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=[[γλαυκός]] (ἡ) :<br /><i>att.</i> γλαῦξ;<br />chouette, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Γαλ, briller ; v. [[γλαυκός]].
|btext=[[γλαυκός]] (ἡ) :<br /><i>att.</i> γλαῦξ;<br />chouette, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Γαλ, briller ; v. [[γλαυκός]].
}}
{{elru
|elrutext='''γλαύξ:''' атт. γλαῦξ, [[γλαυκός]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сова]] Arst., Plut.: γλαῦκ᾽ [[Ἀθήναζε]] Arph. и εἰς Ἀθήνας (sc. φέρειν) погов. Luc. нести сову в Афины (ср. «[[морю воды добавлять]]») (сова была посвящена Афине и служила ее эмблемой);<br /><b class="num">2)</b> «[[сова]]» (афинская четырехдрахмовая монета, с изображением совы); γλαῦκες Λαυριωτικαί Arph. четырехдрахмовики из лаврийского серебра (см. [[Λαύρειον]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλαύξ:''' Αττ. γλαῦξ, γεν. [[γλαυκός]], <i>ἡ</i>, [[κουκουβάγια]]· αποκαλείται έτσι εξαιτίας των άγρια αστραφτερών, εκθαμβωτικών οφθαλμών της (βλ. [[γλαυκός]] και πρβλ. [[σκώψ]])· παροιμ., γλαῦκ' [[Ἀθήναζε]], <i>γλαῦκ' εἰς Ἀθήνας =</i> κάνω [[κάτι]] περιττό, μάταιο και [[ωστόσο]] [[καμαρώνω]] γι' αυτό, όπως όταν [[κάποιος]] φέρνει κουκουβάγιες στην Αθήνα, [[γιατί]] έτσι κι [[αλλιώς]] στην Αθήνα υπάρχουν πολλές (στα νομίσματα), σε Αριστοφ.· τα αθηναϊκά ασημένια νομίσματα λέγονταν <i>γλαῦκες Λαυρεωτικαί</i>, [[επειδή]] ως [[εικόνα]] τους είχαν μια [[κουκουβάγια]], στον ίδ.
|lsmtext='''γλαύξ:''' Αττ. γλαῦξ, γεν. [[γλαυκός]], <i>ἡ</i>, [[κουκουβάγια]]· αποκαλείται έτσι εξαιτίας των άγρια αστραφτερών, εκθαμβωτικών οφθαλμών της (βλ. [[γλαυκός]] και πρβλ. [[σκώψ]])· παροιμ., γλαῦκ' [[Ἀθήναζε]], <i>γλαῦκ' εἰς Ἀθήνας =</i> κάνω [[κάτι]] περιττό, μάταιο και [[ωστόσο]] [[καμαρώνω]] γι' αυτό, όπως όταν [[κάποιος]] φέρνει κουκουβάγιες στην Αθήνα, [[γιατί]] έτσι κι [[αλλιώς]] στην Αθήνα υπάρχουν πολλές (στα νομίσματα), σε Αριστοφ.· τα αθηναϊκά ασημένια νομίσματα λέγονταν <i>γλαῦκες Λαυρεωτικαί</i>, [[επειδή]] ως [[εικόνα]] τους είχαν μια [[κουκουβάγια]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γλαύξ:''' атт. γλαῦξ, [[γλαυκός]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сова]] Arst., Plut.: γλαῦκ᾽ [[Ἀθήναζε]] Arph. и εἰς Ἀθήνας (sc. φέρειν) погов. Luc. нести сову в Афины (ср. «[[морю воды добавлять]]») (сова была посвящена Афине и служила ее эмблемой);<br /><b class="num">2)</b> «[[сова]]» (афинская четырехдрахмовая монета, с изображением совы); γλαῦκες Λαυριωτικαί Arph. четырехдрахмовики из лаврийского серебра (см. [[Λαύρειον]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj