Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διεῖδον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[διοράω]].
|btext=v. [[διοράω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διεῖδον:''' aor. 2 к [[διοράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεῖδον:''' απαρ. <i>-ιδεῖν</i>, αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]], το [[διοράω]] αντί [[αυτού]] χρησιμοποιείται (πρβλ. [[διαείδω]]),· [[διακρίνω]], [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Αριστοφ., Πλάτ.· [[διιδεῖν]] [[περί]] τινος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> παρακ. [[δίοιδα]], απαρ. <i>διειδέναι</i>· [[γνωρίζω]] τη [[διαφορά]] [[μεταξύ]], [[διαφοροποιώ]], [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]], σε Ευρ. κ.λπ.· [[αποφασίζω]], σε Σοφ.
|lsmtext='''διεῖδον:''' απαρ. <i>-ιδεῖν</i>, αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]], το [[διοράω]] αντί [[αυτού]] χρησιμοποιείται (πρβλ. [[διαείδω]]),· [[διακρίνω]], [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Αριστοφ., Πλάτ.· [[διιδεῖν]] [[περί]] τινος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> παρακ. [[δίοιδα]], απαρ. <i>διειδέναι</i>· [[γνωρίζω]] τη [[διαφορά]] [[μεταξύ]], [[διαφοροποιώ]], [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]], σε Ευρ. κ.λπ.· [[αποφασίζω]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διεῖδον:''' aor. 2 к [[διοράω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=inf. -ιδεῖν [aor2 with no pres. in use, [[διοράω]] [[being]] used [[instead]] [cf. [[διαείδω]]<br /><b class="num">I.</b> to see [[thoroughly]], [[discern]], Ar., Plat.; [[διιδεῖν]] [[περί]] τινος Plat.<br /><b class="num">II.</b> perf. [[δίοιδα]], inf. διειδέναι to [[know]] the [[difference]] [[between]], to [[distinguish]], Eur., etc.: to [[decide]], Soph.
|mdlsjtxt=inf. -ιδεῖν [aor2 with no pres. in use, [[διοράω]] [[being]] used [[instead]] [cf. [[διαείδω]]<br /><b class="num">I.</b> to see [[thoroughly]], [[discern]], Ar., Plat.; [[διιδεῖν]] [[περί]] τινος Plat.<br /><b class="num">II.</b> perf. [[δίοιδα]], inf. διειδέναι to [[know]] the [[difference]] [[between]], to [[distinguish]], Eur., etc.: to [[decide]], Soph.
}}
}}