3,274,916
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0626.png Seite 626]] ἡ, 1) das Rechtsprechen, die Rechtspflege, Pol. 40, 10, 5 u. öfter; Plut. Pomp. 10; ταχθεὶς ἐπὶ δικαιοδοσίας, ἀφ' ἧς οὐκ ἦν τῷ κριθέντι ἀναβολὴ τῆς δίκης, ein Gerichtshof, von dem man nicht appelliren darf, Strab. XIII, 610. – 2) ein Vertrag zwischen zwei Staaten, nach dem ein im Handelsverkehr wegen Ungerechtigkeit Belangter in seinem Vaterlande nach den bestehenden Gesetzen gerichtet werden soll, Pol. 24, 1, 2. 32, 17, 4, ἡ κατὰ τὸ [[σύμβολον]] δ. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0626.png Seite 626]] ἡ, 1) das Rechtsprechen, die Rechtspflege, Pol. 40, 10, 5 u. öfter; Plut. Pomp. 10; ταχθεὶς ἐπὶ δικαιοδοσίας, ἀφ' ἧς οὐκ ἦν τῷ κριθέντι ἀναβολὴ τῆς δίκης, ein Gerichtshof, von dem man nicht appelliren darf, Strab. XIII, 610. – 2) ein Vertrag zwischen zwei Staaten, nach dem ein im Handelsverkehr wegen Ungerechtigkeit Belangter in seinem Vaterlande nach den bestehenden Gesetzen gerichtet werden soll, Pol. 24, 1, 2. 32, 17, 4, ἡ κατὰ τὸ [[σύμβολον]] δ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δῐκαιοδοσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[судебная власть]], [[юрисдикция]] Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[судопроизводство]], [[суд]] (εἰς δικαιοδοσίας προκαλεῖσθαί τινα Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[дикеодосия]] (международное соглашение о разборе исков одной страны к гражданам другой - ἡ κατὰ τό [[σύμβολον]] δ. Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[δικαιοδοσία]]) [[δικαιοδότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξουσιοδότηση]], [[πληρεξουσιότητα]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών δικαιωμάτων και καθηκόντων στρατιωτικού ή πολιτικού υπαλλήλου στην [[εκτέλεση]] της υπηρεσίας του, [[αρμοδιότητα]]<br /><b>3.</b> (πολιτ. δικον.) η κυριαρχική [[εξουσία]] τών δικαστηρίων να λύνουν όσες διαφορές προκύπτουν από [[παράβαση]] τών αστικών νόμων || <b>μσν.-νεοελλ.</b> η [[εξουσία]] που πήρε [[κάποιος]] (από νόμο, [[εντολή]], [[διαταγή]] <b>κ.λπ.</b>) να ενεργεί [[μέσα]] σε καθορισμένα όρια, το [[δικαίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απονομή]] δικαιοσύνης<br /><b>2.</b> [[σύμβαση]] δύο επικρατειών με την οποία ορίζεται ότι ο [[υπήκοος]] της καθεμιάς δικάζεται για εμπορικά αδικήματα σύμφωνα με τους νόμους της πολιτείας της οποίας [[είναι]] [[υπήκοος]]. | |mltxt=η (AM [[δικαιοδοσία]]) [[δικαιοδότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξουσιοδότηση]], [[πληρεξουσιότητα]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών δικαιωμάτων και καθηκόντων στρατιωτικού ή πολιτικού υπαλλήλου στην [[εκτέλεση]] της υπηρεσίας του, [[αρμοδιότητα]]<br /><b>3.</b> (πολιτ. δικον.) η κυριαρχική [[εξουσία]] τών δικαστηρίων να λύνουν όσες διαφορές προκύπτουν από [[παράβαση]] τών αστικών νόμων || <b>μσν.-νεοελλ.</b> η [[εξουσία]] που πήρε [[κάποιος]] (από νόμο, [[εντολή]], [[διαταγή]] <b>κ.λπ.</b>) να ενεργεί [[μέσα]] σε καθορισμένα όρια, το [[δικαίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απονομή]] δικαιοσύνης<br /><b>2.</b> [[σύμβαση]] δύο επικρατειών με την οποία ορίζεται ότι ο [[υπήκοος]] της καθεμιάς δικάζεται για εμπορικά αδικήματα σύμφωνα με τους νόμους της πολιτείας της οποίας [[είναι]] [[υπήκοος]]. | ||
}} | }} |