Anonymous

διατάσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διατάξω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> disposer en ordre : στρατόν XÉN les rangs d'une armée;<br /><b>2</b> <i>p. suite</i> distribuer, répartir (pour une charge, <i>etc.</i>) : δ. τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους [[εἶναι]] HDT répartir les emplois en ordonnant aux uns de construire des maisons, aux autres de servir comme doryphores ; διατετάχθαι HDT être placés chacun à son poste, être répartis dans différents postes;<br /><b>3</b> prendre des dispositions, <i>càd</i> distribuer des ordres ; <i>Pass.</i> διατέταγμαι avec l'inf. HDT j’ai pour ma part reçu l'ordre de;<br /><i><b>Moy.</b></i> διατάσσομαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> régler par une disposition testamentaire ; exprimer sa volonté;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se placer chacun à son poste de combat.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τάσσω]].
|btext=<i>f.</i> διατάξω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> disposer en ordre : στρατόν XÉN les rangs d'une armée;<br /><b>2</b> <i>p. suite</i> distribuer, répartir (pour une charge, <i>etc.</i>) : δ. τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους [[εἶναι]] HDT répartir les emplois en ordonnant aux uns de construire des maisons, aux autres de servir comme doryphores ; διατετάχθαι HDT être placés chacun à son poste, être répartis dans différents postes;<br /><b>3</b> prendre des dispositions, <i>càd</i> distribuer des ordres ; <i>Pass.</i> διατέταγμαι avec l'inf. HDT j’ai pour ma part reçu l'ordre de;<br /><i><b>Moy.</b></i> διατάσσομαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> régler par une disposition testamentaire ; exprimer sa volonté;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se placer chacun à son poste de combat.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διατάσσω:''' атт. [[διατάττω]]<br /><b class="num">1)</b> [[устанавливать]], [[вводить]] (τόνδε ἀνθρώποισι νόμον Her.; φόροι διαταχθέντες Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[располагать]], [[распределять]] (τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι Her.; med. τὰ γένη τινός Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[устраивать]], [[приводить в порядок]] (πάντα τὰ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν Polyb.; τὸν χορόν Plut.): δ. τὴν τάξιν Arst. устанавливать порядок;<br /><b class="num">4)</b> [[расставлять в боевом порядке]], [[выстраивать]] (στρατόν Her.; δύναμιν Diod.): πρὸς τὸ συμπῖπτον δ. Xen. строить войска в зависимости от внешних условий; διατετάχθαι Her. расположиться в боевом порядке, раскинуть свой стан; διατεταγμένοι Her. и διαταξάμενοι Arph., Xen. занявшие свои боевые позиции;<br /><b class="num">5)</b> преимущ. med. распоряжаться, давать указания, приказывать (περί τινος Plut. и τινι περί τινος Polyb.; ποιεῖν τι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διατάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i> — Παθ. αόρ. αʹ <i>-ετάχθην</i>, παρακ. -[[τέταγμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διορίζω]] ή [[κατατάσσω]], [[ταξινομώ]], [[προστάζω]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· απόλ., [[τακτοποιώ]], σε Ξεν. — Μέσ., [[κανονίζω]] για τον εαυτό μου, [[τακτοποιώ]], [[ταξινομώ]] τα δικά μου πράγματα, σε Πλάτ. — Παθ., ορίζομαι, διορίζομαι, παρατάσσομαι, με απαρ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τακτοποιώ]] τη [[στρατιά]], [[παρατάσσω]] [[στράτευμα]], στον ίδ.· επίσης, [[τάσσω]] τον καθένα ξεχωριστά, στον ίδ. — Μέσ., <i>διαταξάμενοι</i>, παρατεταγμένοι σε [[παράταξη]] μάχης, σε Αριστοφ., Ξεν.· ομοίως στον Παθ. παρακ. <i>διατετάχθαι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[επιτάσσω]], [[ορίζω]] με [[διαθήκη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''διατάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i> — Παθ. αόρ. αʹ <i>-ετάχθην</i>, παρακ. -[[τέταγμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διορίζω]] ή [[κατατάσσω]], [[ταξινομώ]], [[προστάζω]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· απόλ., [[τακτοποιώ]], σε Ξεν. — Μέσ., [[κανονίζω]] για τον εαυτό μου, [[τακτοποιώ]], [[ταξινομώ]] τα δικά μου πράγματα, σε Πλάτ. — Παθ., ορίζομαι, διορίζομαι, παρατάσσομαι, με απαρ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τακτοποιώ]] τη [[στρατιά]], [[παρατάσσω]] [[στράτευμα]], στον ίδ.· επίσης, [[τάσσω]] τον καθένα ξεχωριστά, στον ίδ. — Μέσ., <i>διαταξάμενοι</i>, παρατεταγμένοι σε [[παράταξη]] μάχης, σε Αριστοφ., Ξεν.· ομοίως στον Παθ. παρακ. <i>διατετάχθαι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[επιτάσσω]], [[ορίζω]] με [[διαθήκη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''διατάσσω:''' атт. [[διατάττω]]<br /><b class="num">1)</b> [[устанавливать]], [[вводить]] (τόνδε ἀνθρώποισι νόμον Her.; φόροι διαταχθέντες Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[располагать]], [[распределять]] (τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι Her.; med. τὰ γένη τινός Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[устраивать]], [[приводить в порядок]] (πάντα τὰ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν Polyb.; τὸν χορόν Plut.): δ. τὴν τάξιν Arst. устанавливать порядок;<br /><b class="num">4)</b> [[расставлять в боевом порядке]], [[выстраивать]] (στρατόν Her.; δύναμιν Diod.): πρὸς τὸ συμπῖπτον δ. Xen. строить войска в зависимости от внешних условий; διατετάχθαι Her. расположиться в боевом порядке, раскинуть свой стан; διατεταγμένοι Her. и διαταξάμενοι Arph., Xen. занявшие свои боевые позиции;<br /><b class="num">5)</b> преимущ. med. распоряжаться, давать указания, приказывать (περί τινος Plut. и τινι περί τινος Polyb.; ποιεῖν τι Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj