Anonymous

διατάσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0605.png Seite 605]] att. διατάττω, anordnen, festsetzen, νόμον, Hes. O. 274; Theogn. 74; πάντα [[ταῦτα]] ἔμμετρα δεῖ τὸν νόμον διατάττειν Plat. Legg. V, 746 e, u. öfter; τὰ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν Pol. 11, 33; φόροι διαταχθέντες, bestimmte Steuern, 3, 33, 6; bes. = in Reihe u. Glied, in Schlachtordnung stellen, Her. 6, 112. 117; στρατόν 7, 81; Xen. Cyr. 8, 5, 15 u. sonst; dah. pass., in Reihe u. Glied gestellt werden, oft bei Histor.; διατέταγμαι ἐπορᾶν, ich bin beordert worden, Her. 1, 100; auch διατετάχθαι, an verschiedenen Orten aufgestellt sein, 7, 124. 8, 34. – Sp. oft absolut, τοῖς μαθηταῖς Matth. 11, 1. – Med., sich in Schlachtordnung stellen, Ar. Vesp. 360; Xen. öfter; durch ein Testament verfügen, Plut.; vgl. Lucill. 77 (XI, 133). Auch = act., an seinen Ort stellen, Plat. Phaedr. 271 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0605.png Seite 605]] att. διατάττω, anordnen, festsetzen, νόμον, Hes. O. 274; Theogn. 74; πάντα [[ταῦτα]] ἔμμετρα δεῖ τὸν νόμον διατάττειν Plat. Legg. V, 746 e, u. öfter; τὰ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν Pol. 11, 33; φόροι διαταχθέντες, bestimmte Steuern, 3, 33, 6; bes. = in Reihe u. Glied, in Schlachtordnung stellen, Her. 6, 112. 117; στρατόν 7, 81; Xen. Cyr. 8, 5, 15 u. sonst; dah. pass., in Reihe u. Glied gestellt werden, oft bei Histor.; διατέταγμαι ἐπορᾶν, ich bin beordert worden, Her. 1, 100; auch διατετάχθαι, an verschiedenen Orten aufgestellt sein, 7, 124. 8, 34. – Sp. oft absolut, τοῖς μαθηταῖς Matth. 11, 1. – Med., sich in Schlachtordnung stellen, Ar. Vesp. 360; Xen. öfter; durch ein Testament verfügen, Plut.; vgl. Lucill. 77 (XI, 133). Auch = act., an seinen Ort stellen, Plat. Phaedr. 271 b.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διατάξω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> disposer en ordre : στρατόν XÉN les rangs d'une armée;<br /><b>2</b> <i>p. suite</i> distribuer, répartir (pour une charge, <i>etc.</i>) : δ. τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους [[εἶναι]] HDT répartir les emplois en ordonnant aux uns de construire des maisons, aux autres de servir comme doryphores ; διατετάχθαι HDT être placés chacun à son poste, être répartis dans différents postes;<br /><b>3</b> prendre des dispositions, <i>càd</i> distribuer des ordres ; <i>Pass.</i> διατέταγμαι avec l'inf. HDT j’ai pour ma part reçu l'ordre de;<br /><i><b>Moy.</b></i> διατάσσομαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> régler par une disposition testamentaire ; exprimer sa volonté;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se placer chacun à son poste de combat.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διατάσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω: - [[διατίθημι]] κατὰ τάξιν, εὖ δὲ ἕκαστα ἀθανάτοις διέταξε Ἡσ. Θ. 74, πρβλ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 274· [[διορίζω]], [[ἀποχωρίζω]] ἔργα, ὑπουργήματα, δ. τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους [[εἶναι]] Ἡρόδ. 1. 114· τίνας [[εἶναι]] χρεὼν τῶν ἐπιστημῶν… ἡ πολιτικὴ δ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 2, 6· - ἀπολ., τακτοποιῶ, διευθετῶ, Ξεν. Κύρ. 8. 5. 16. - Μέσ., τακτοποιῶ δι’ ἐμαυτόν, διευθετῶ τὰ ἐμά, Πλάτ. Φαίδρ. 271Β· δ. τι [[εἶναι]] ὁ αὐτ. Τίμ. 45Β· τινὶ [[περί]] τινος Πολύβ. 5. 21, 1. - Παθ., διορίζομαι, ὁρίζομαι, τάττομαι, Πλάτ. Νόμ. 931Ε· μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 110, Πολύβ. 5. 14, 11. 2) ἰδίως παρατάττω [[στράτευμα]], Ἡρόδ. 6. 107· [[ὡσαύτως]], ἰδιαιτέρως [[ὁρίζω]] τὸ [[μέρος]] ἑκάστου, [[τάττω]] ἕκαστον χωριστὰ εἰς τὸ [[μέρος]] του, ὁ αὐτ. 1. 103. - Μέσ., διαταξάμενοι, παραταχθέντες ὡς εἰς μάχην, Ἀριστοφ. Σφηξ. 360, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1. 20· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., διατετάχθαι, εἶμαι ἐν παρατάξει μάχης, εἶμαι τεθειμένος εἰς διαφόρους θέσεις, Ἡρόδ. 7. 124, 178· διετέτακτο ὁ αὐτ. 6. 117 (ἀλλὰ μετὰ μέσ. σημασίας, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ἱστ. 12. 5, 4). ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[κάμνω]] διαθήκην, [[περί]] τινος Πλούτ. 2. 1129Α· [[ὁρίζω]], ἐπιτάττω διὰ διαθήκης, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἀνθ. Π. 11. 133.
|lstext='''διατάσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω: - [[διατίθημι]] κατὰ τάξιν, εὖ δὲ ἕκαστα ἀθανάτοις διέταξε Ἡσ. Θ. 74, πρβλ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 274· [[διορίζω]], [[ἀποχωρίζω]] ἔργα, ὑπουργήματα, δ. τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους [[εἶναι]] Ἡρόδ. 1. 114· τίνας [[εἶναι]] χρεὼν τῶν ἐπιστημῶν… ἡ πολιτικὴ δ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 2, 6· - ἀπολ., τακτοποιῶ, διευθετῶ, Ξεν. Κύρ. 8. 5. 16. - Μέσ., τακτοποιῶ δι’ ἐμαυτόν, διευθετῶ τὰ ἐμά, Πλάτ. Φαίδρ. 271Β· δ. τι [[εἶναι]] ὁ αὐτ. Τίμ. 45Β· τινὶ [[περί]] τινος Πολύβ. 5. 21, 1. - Παθ., διορίζομαι, ὁρίζομαι, τάττομαι, Πλάτ. Νόμ. 931Ε· μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 110, Πολύβ. 5. 14, 11. 2) ἰδίως παρατάττω [[στράτευμα]], Ἡρόδ. 6. 107· [[ὡσαύτως]], ἰδιαιτέρως [[ὁρίζω]] τὸ [[μέρος]] ἑκάστου, [[τάττω]] ἕκαστον χωριστὰ εἰς τὸ [[μέρος]] του, ὁ αὐτ. 1. 103. - Μέσ., διαταξάμενοι, παραταχθέντες ὡς εἰς μάχην, Ἀριστοφ. Σφηξ. 360, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1. 20· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., διατετάχθαι, εἶμαι ἐν παρατάξει μάχης, εἶμαι τεθειμένος εἰς διαφόρους θέσεις, Ἡρόδ. 7. 124, 178· διετέτακτο ὁ αὐτ. 6. 117 (ἀλλὰ μετὰ μέσ. σημασίας, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ἱστ. 12. 5, 4). ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[κάμνω]] διαθήκην, [[περί]] τινος Πλούτ. 2. 1129Α· [[ὁρίζω]], ἐπιτάττω διὰ διαθήκης, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἀνθ. Π. 11. 133.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διατάξω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> disposer en ordre : στρατόν XÉN les rangs d'une armée;<br /><b>2</b> <i>p. suite</i> distribuer, répartir (pour une charge, <i>etc.</i>) : δ. τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους [[εἶναι]] HDT répartir les emplois en ordonnant aux uns de construire des maisons, aux autres de servir comme doryphores ; διατετάχθαι HDT être placés chacun à son poste, être répartis dans différents postes;<br /><b>3</b> prendre des dispositions, <i>càd</i> distribuer des ordres ; <i>Pass.</i> διατέταγμαι avec l'inf. HDT j’ai pour ma part reçu l'ordre de;<br /><i><b>Moy.</b></i> διατάσσομαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> régler par une disposition testamentaire ; exprimer sa volonté;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se placer chacun à son poste de combat.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τάσσω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR