Anonymous

διηνεκής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui se continue sans interruption, continu : ῥάβδοι IL baguettes tout d'une pièce, <i>càd</i> longues et solides ; ῥίζαι IL racines qui se prolongent, <i>càd</i> longues, étendues ; [[ὦλξ]] OD sillon continu ; [[νύξ]] LUC nuit longue.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐνεγκεῖν]].
|btext=ής, ές :<br />qui se continue sans interruption, continu : ῥάβδοι IL baguettes tout d'une pièce, <i>càd</i> longues et solides ; ῥίζαι IL racines qui se prolongent, <i>càd</i> longues, étendues ; [[ὦλξ]] OD sillon continu ; [[νύξ]] LUC nuit longue.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐνεγκεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''διηνεκής:''' атт. тж. [[διανεκής|διᾱνεκής]] 2 [[ἐνεγκεῖν]]<br /><b class="num">1)</b> [[длинный]] (ῥάβδοι, ῥίζαι, ἀτραπιτοί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[цельный]], [[сплошной]], [[связный]] (σώματα Plat.; [[κόσμος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[долгий]] ([[νύξ]] Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[постоянный]] ([[νόμος]] Plat.): δ. [[λόγος]] τῆς οὐσίας Plat. незыблемая основа сущности;<br /><b class="num">5)</b> бот. [[многолетний]] ([[φυτόν]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διηνεκής:''' Αττ. επίσης δι-ᾱνεκής, -ές (δι-ήνεγκα),· [[αέναος]], [[αδιάσπαστος]], [[συνεχής]], [[αδιάκοπος]], Λατ. [[continuus]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>νώτοισι διηνεκέεσσι</i>, με κομμάτια που κόπηκαν κατά [[μήκος]] της σπονδυλικής στήλης σφαγίου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ., [[διηνεκέως]], συνεχόμενα, από την [[αρχή]] ως το [[τέλος]], Λατ. [[uno]] tenore, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[σαφώς]], ρητώς, απαύστως, στο ίδ., σε Ησίοδ.
|lsmtext='''διηνεκής:''' Αττ. επίσης δι-ᾱνεκής, -ές (δι-ήνεγκα),· [[αέναος]], [[αδιάσπαστος]], [[συνεχής]], [[αδιάκοπος]], Λατ. [[continuus]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>νώτοισι διηνεκέεσσι</i>, με κομμάτια που κόπηκαν κατά [[μήκος]] της σπονδυλικής στήλης σφαγίου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ., [[διηνεκέως]], συνεχόμενα, από την [[αρχή]] ως το [[τέλος]], Λατ. [[uno]] tenore, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[σαφώς]], ρητώς, απαύστως, στο ίδ., σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διηνεκής:''' атт. тж. [[διανεκής|διᾱνεκής]] 2 [[ἐνεγκεῖν]]<br /><b class="num">1)</b> [[длинный]] (ῥάβδοι, ῥίζαι, ἀτραπιτοί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[цельный]], [[сплошной]], [[связный]] (σώματα Plat.; [[κόσμος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[долгий]] ([[νύξ]] Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[постоянный]] ([[νόμος]] Plat.): δ. [[λόγος]] τῆς οὐσίας Plat. незыблемая основа сущности;<br /><b class="num">5)</b> бот. [[многолетний]] ([[φυτόν]] Arst.).
}}
}}
{{etym
{{etym