Anonymous

δοχμόλοφος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont l'aigrette retombe (sur le casque).<br />'''Étymologie:''' [[δοχμός]], [[λόφος]].
|btext=ος, ον :<br />dont l'aigrette retombe (sur le casque).<br />'''Étymologie:''' [[δοχμός]], [[λόφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δοχμόλοφος:''' [[с наклонившимся или качающимся султаном на шлеме]] ([[ἄνδρες]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοχμόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[λοφίο]] κεκλιμένο, κυρτό, γυρτό ή [[περικεφαλαία]] με [[φούντα]] που πέφτει στα πλάγια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δοχμόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[λοφίο]] κεκλιμένο, κυρτό, γυρτό ή [[περικεφαλαία]] με [[φούντα]] που πέφτει στα πλάγια, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δοχμόλοφος:''' [[с наклонившимся или качающимся султаном на шлеме]] ([[ἄνδρες]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δοχμό-λοφος, ον <i>adj</i><br />with [[slanting]], nodding [[plume]], Aesch.
|mdlsjtxt=δοχμό-λοφος, ον <i>adj</i><br />with [[slanting]], nodding [[plume]], Aesch.
}}
}}