Anonymous

δυσανάκλητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à rappeler, à ramener.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀνακαλέω]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à rappeler, à ramener.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀνακαλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσανάκλητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[которого трудно созвать или собрать]] (οἱ σποράδες καὶ δυσανάκλητοι πρός τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[не поддающийся уговорам]] (δ. καὶ [[δυσπαρηγόρητος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσανάκλητος:''' -ον (ἀνακᾰλέω), αυτός που δύσκολα ανακαλείται, δύσκολα [[επανορθώσιμος]], αυτός που δεν μπορεί να κληθεί [[πίσω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσανάκλητος:''' -ον (ἀνακᾰλέω), αυτός που δύσκολα ανακαλείται, δύσκολα [[επανορθώσιμος]], αυτός που δεν μπορεί να κληθεί [[πίσω]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσανάκλητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[которого трудно созвать или собрать]] (οἱ σποράδες καὶ δυσανάκλητοι πρός τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[не поддающийся уговорам]] (δ. καὶ [[δυσπαρηγόρητος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]ανάκλητος, ον <i>adj</i> [ἀνακᾰλέω]<br />[[hard]] to [[call]] [[back]], Plut.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]ανάκλητος, ον <i>adj</i> [ἀνακᾰλέω]<br />[[hard]] to [[call]] [[back]], Plut.
}}
}}