δυσμετάθετος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à changer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μετατίθημι]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à changer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μετατίθημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμετάθετος:''' Polyb., Plut. = [[δυσμετάβλητος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσμετάθετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται, [[ισχυρογνώμων]], [[επίμονος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα μετατίθεται.
|mltxt=[[δυσμετάθετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται, [[ισχυρογνώμων]], [[επίμονος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα μετατίθεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμετάθετος:''' Polyb., Plut. = [[δυσμετάβλητος]].
}}
}}