Anonymous

εἰσπράσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=forcer à payer, exiger : [[τι]] une somme d'argent ; τὸν δῆμον DÉM pressurer le peuple ; τινά [[τι]] exiger de qqn une somme d'argent, une redevance;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσπράσσομαι se faire payer, exiger en paiement pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[πράσσω]].
|btext=forcer à payer, exiger : [[τι]] une somme d'argent ; τὸν δῆμον DÉM pressurer le peuple ; τινά [[τι]] exiger de qqn une somme d'argent, une redevance;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσπράσσομαι se faire payer, exiger en paiement pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[πράσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσπράσσω:''' атт. [[εἰσπράττω]], староатт. [[ἐσπράττω]] тж. med. взимать, взыскивать, собирать (τινά τι Isocr., Plut.): εἰσεπέπρακτο τὰς χιλίας δραχμὰς [[ὑπό]] τινος Dem. с него была взыскана кем-то тысяча драхм; μισθὸν εἰσπράττεσθαι τοὺς μανθάνοντας Luc. брать плату с учащихся; κακὸν [[δίκαιον]] εἰσεπράξατο Eur. он отплатил жестоко, но справедливо.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[συγκεντρώνω]] ή ζητώ, [[απαιτώ]] χρέη, φόρους, οφειλές, σε Δημ.· <i>τινά</i>, από ένα [[πρόσωπο]], στον ίδ. — Μέσ., ζητώ για τον εαυτό μου, έχω πληρωθεί, σε Ευρ. — Παθ., λέγεται για τα χρήματα, εισπράττομαι, σε Δημ.
|lsmtext='''εἰσπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[συγκεντρώνω]] ή ζητώ, [[απαιτώ]] χρέη, φόρους, οφειλές, σε Δημ.· <i>τινά</i>, από ένα [[πρόσωπο]], στον ίδ. — Μέσ., ζητώ για τον εαυτό μου, έχω πληρωθεί, σε Ευρ. — Παθ., λέγεται για τα χρήματα, εισπράττομαι, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσπράσσω:''' атт. [[εἰσπράττω]], староатт. [[ἐσπράττω]] тж. med. взимать, взыскивать, собирать (τινά τι Isocr., Plut.): εἰσεπέπρακτο τὰς χιλίας δραχμὰς [[ὑπό]] τινος Dem. с него была взыскана кем-то тысяча драхм; μισθὸν εἰσπράττεσθαι τοὺς μανθάνοντας Luc. брать плату с учащихся; κακὸν [[δίκαιον]] εἰσεπράξατο Eur. он отплатил жестоко, но справедливо.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br />to get in or [[exact]] debts, taxes, dues, Dem.; τινά from a [[person]], Dem.:—Mid. to [[exact]] for [[oneself]], [[have]] paid one, Eur.:—Pass., of the [[money]], to be exacted, Dem.
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br />to get in or [[exact]] debts, taxes, dues, Dem.; τινά from a [[person]], Dem.:—Mid. to [[exact]] for [[oneself]], [[have]] paid one, Eur.:—Pass., of the [[money]], to be exacted, Dem.
}}
}}