εἰσπράσσω

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσπράσσω Medium diacritics: εἰσπράσσω Low diacritics: εισπράσσω Capitals: ΕΙΣΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: eisprássō Transliteration B: eisprassō Transliteration C: eisprasso Beta Code: ei)spra/ssw

English (LSJ)

Att. εἰσπράττω, get in or exact, φόρον IG12.65.16, cf.22.1172.18, Pl.Lg.949d, Plb.13.7.3, Plu.2.1044a: c.acc. pers., τοὺς ὑπερημέρους D.21.11, cf.24.13; οὐκ εἰσέπραξε τὸν δῆμον did not charge the people [with it], Decr. ap. D.18.115: c.dupl. acc., τοσοῦτον πλῆθος χρημάτων εἰ. τοὺς συμμάχους Isoc.5.146; προσήκει ὑμᾶς τοῦτον εἰσπρᾶξαί μοι τὰ ἀναλώματα Id.50.67:—Med., exact for oneself, have paid one, κακὸν δίκαιον εἰσεπράξατο E.IT559; Med. is freq. interchangeable with Act., D.21.155: so in pf. Pass., πικρῶς εἰσπράττειν με, ὥσπερ καὶ παρὰ τῶν ἄλλων εἰσπέπρακται Id.35.44; also εἰσπράσσω τιμωρίαν = exact vengeance, Jul.Or.2.58a:—Pass., of the money to be exacted, D.19.21, IG2.814a A24; of persons, have money exacted from one, have to pay it, D.33.24.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. εἰσπράττω; ἐσπράσσω IG 13.258.18 (V a.C.), 22.1237.24 (IV a.C.)
I econ.
1 cobrar, recaudar frec. en el sent. de obligar a pagar, reclamar el pago
a) c. ac. de la suma cobrada: ref. multas IG 22.1237.24 (IV a.C.), una herencia τὸν δὲ κλῆρον τούτων καρπουμένων οὐκ εἶχεν ὅπως εἰσπράξαιτο Is.10.19, deudas por préstamo εἰσπράξει πάντα ὅσα ἂν ὀφείληται τῇ γερουσίᾳ IEphesos 1486.12 (II d.C.), impuestos SEG 39.1180.133 (Éfeso I d.C.), una suma depositada en un banco ἀργύριον ... παρὰ τοῦ τραπεζίτου Aeschin.Ep.6, οἰκέτου χύτραν ...κατάξαντος εἰσπρᾶξαι ἀπὸ τῶν ἐπιτηδείων Thphr.Char.10.5, rentas de tierras κεφάλαιον ἐνηροσίων IG 11(2).144.16 (IV a.C.), cf. SEG 38.1462.29 (Enoanda II d.C.), el sueldo τὸ μισθάριον Plu.2.1044a, c. dat. de interés (τὸ ἀργύριον) τῷ κοινῷ IG 22.1237.44 (IV a.C.), τριακόσια τάλαντα ... τῇ πόλει Hyp.Eux.35
en v. med. mismo sent. τὸν φόρον IG 13.68.17 (V a.C.), τῶν ἀρχόντων εἰσπρασσομένων τὸ ἀργύριον TAM 3(1).3B.21 (Termeso II d.C.), cf. D.L.7.25;
b) c. ac. de pers. exigir el pago a, cobrar a οἱ τοὺς ὑπερημέρους εἰσπράττοντες los que exigen dinero a los deudores en moratoria D.21.11, τοὺς τριηράρχους D.24.13, ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ἔδωκε καὶ οὐκ εἰσέπραξε τὸν δῆμον Decr. en D.18.115, τούτους οὐκ ἐδυνάμεθα εἰσπρᾶξαι, ἀλλ' ὀφείλουσι IG 11(2).153.19 (III a.C.);
c) c. ac. de lo cobrado y dat. de pers. ἐνεχυρασίαν τούτοις ... εἰσπράττειν Pl.Lg.949d, más frec. c. dos ac. τοσοῦτον πλῆθος χρημάτων εἰσπράξασα τοὺς συμμάχους Isoc.5.146, προσήκει ὑμᾶς τοῦτον εἰσπράξαί μοι τὰ ἀναλώματα D.50.67
esp. en pap. ἀργυρίου ὃ εἰσπέπραχέ με del dinero que me reclama, PMich.Zen.31.30 (III a.C.), cf. PCair.Zen.492.7 (III a.C.), τοὺς Ἄραβας ... τὸμ φόρον τῶν π[ρο] βάτων PCair.Zen.433.23 (III a.C.), α[ὐ] τὸν τὸ πρόστιμον PAchm.8.30 (II d.C.), τοὺς ἱκέτας τὰς ἐπικειμένας αὐτοῖς συντελείας PMasp.24re.13 (VI d.C.)
en v. pas., c. suj. del deudor οἱ μάρτυρες εἰσπρασσέσθωσαν los testigos sean obligados a pagar (las costas del juicio) PHal.1.53 (III a.C.), frec. c. ac. de la suma debida εἰσεπέπρακτο ὑπ' ἐμοῦ ... τὰς χιλίας δραχμάς había sido obligado por mí a pagar las mil dracmas D.33.24, τὴν τιμὴν εἰσπράσσομαι me reclaman el precio, PEnteux.1.10 (III a.C.), περισπῶμαι ὑπὸ τῶν τελωνῶν καὶ εἰσπράσσομαι τὴν ἐγγύην PSI 384.6 (III a.C.), τὸν σῖτον SB 6302.4 (III a.C.) en BL 2(2).124, cf. BGU 1959.17 (III a.C.), τὰ κα[θήκοντα] ἐπίτιμα PTeb.709.17 (II a.C.), c. dat. de interés ἡμιόλιον τῷ θεῷ ID 503.33 (IV/III a.C.), c. suj. de la suma debida ἐκ τῶν χρημάτων τῶν εἰσπραττομένων παρὰ τῶν τὰς δίκας ὀφλόντων ID 88.26 (IV a.C.), cf. IAE 23.4.13 (IV a.C.), FD 2.139.7 (I a.C.), χρέος ἠναγκάσθην λαβεῖν ἕνεκα διαλῦσαι τὰς εἰσπραττομένας εἰσφοράς tuve que contraer una deuda para afrontar el pago de las contribuciones exigidas D.H.6.26, cf. ITemple of Hibis 4.29 (I d.C.), c. dat. de interés τι τῇ γερουσίᾳ τῶν εἰσπραχθέντ[ων ὑ] π' αὐτοῦ parte de la suma recaudada por él para el consejo de ancianos, IEphesos 25.37 (II d.C.), cf. D.19.21;
d) abs. τοὺς ἐπιτρόπους, ἐὰν μὴ διδῶσι τοῖς παισὶ τὸν σῖτον, οὗτος εἰσπράττει Arist.Ath.56.7, cf. 60.2, IG 22.111.13 (IV a.C.), D.Chr.31.68, IEphesos 39.7 (VI d.C.).
2 extorsionar, cobrar de modo abusivo, c. dos ac. τοὶς πολίταις δισμυρίοις στάτηρας εἰσέπραξε IG 12(2).526.3 (Ereso IV a.C.).
3 ejecutar, cobrar ejecutivamente deudas, c. ac. de la suma εἰσπρασσόντων τὸ ἐλλεῖπον (sc. τοῦ μισθώματος) ἐκ τῶν ὑπαρχόντων τοῖς μεμισθωμένοις ID 503.35 (IV/III a.C.), τὸν τόκον παρὰ τῶν δεδανεισμένων IG 12(6).172A.21 (Samos II a.C.)
c. ac. de pers. με D.35.44, c. dos ac. εἰσέπραττεν ἄν με τὴν ἐγγύην D.33.25, en v. pas. εἰσεπράχθη μηνυθέν IG 22.1635.24 (IV a.C.), ID 98A.24, 25 (IV a.C.)
raro en v. med. ὅτι ἂν ἐνεχυράσηται ἢ εἰσπράξηται Πραξικλῆς todo bien que Praxicles haya tomado en prenda o se haya quedado mediante procedimiento de ejecución, IG 12(7).67.65 (Amorgos III a.C.).
II no ref. al dinero
1 de castigos hacer pagar, infligir, imponer εἴσπραξαι παρ' αὐτοῦ τιμωρίαν τὴν ἀξίαν inflígele el castigo debido X.Eph.2.5.7
en v. med. mismo sent. μηδεμίαν παρὰ τῶν αἰτίων εἰσπραξάμενοι τιμωρίαν I.BI 4.415, cf. Arr.Epict.3.24.42, c. dos ac. μεγάλην τῆς ὑπεροψίας τιμωρίαν εἰσπράξασθαι τὸν Ἁβροκόμην infligirle a Habrócomes un gran castigo por su desdén X.Eph.1.4.5, cf. Cyr.Al.M.70.1356A, en v. pas. εἰσπράττεται τιμωρίαν recibe un castigo Iul.Or.3.58a, cf. Const.App.2.14.9.
2 gener. exigir, requerir, reclamar τὰ τρία εἴσπραξον αὐτόν reclámale (que te traiga) las tres (aves) PLond.1997.4 (III a.C.)
en v. med. mismo sent. τὰ εὔκαιρα καὶ σφόδρα πάθη ... εἰσπράττεσθαι τὰ παράβολα Longin.32.4, cf. Pamph.Mon.Solut.14.174.
3 c. interr. indir. inquirir, preguntar τίνα δὲ ταῦτά ἐστιν εἰσπραττόμενοι Leont.H.Monoph.M.86.1780A.

German (Pape)

[Seite 746] eintreiben, einfordern, was man mit Recht fordern kann, B. A. 245 ἀπαιτεῖν; Plat. Legg. XII, 949 d; τινά τι, z. B. τοσοῦτον πλῆθος τῶν χρημάτων τοὺς συμμάχους Isocr. 5, 146; von Abgaben u. Schulden, τοὺς τριηράρχους, τοὺς ὀφείλοντας, Dem. 24, 13. 161; τοὺς ὑπερημέρους 21, 11; χρήματα, erpressen, Pol. 13, 7, 3; τιμήν, ἐπιτήδεια εἰσπράττομαι, von mir wird eingefordert, D. Cass. 45, 28. 77, 9. – Med., für sich eintreiben, κακὸν δίκαιον Eur. I. T 559; παραγώγιον εἰσπράξομαι Philppds. Poll. 9, 30; εἰσπράξεται μισθὸν παρ' οἷς ἐδείπνει Antiphan. Ath. VI, 240 f; Sp., wie Plut. X oratt. 4 p. 238 Luc. paras. 52.

French (Bailly abrégé)

forcer à payer, exiger : τι une somme d'argent ; τὸν δῆμον DÉM pressurer le peuple ; τινά τι exiger de qqn une somme d'argent, une redevance;
Moy. εἰσπράσσομαι se faire payer, exiger en paiement pour soi, acc..
Étymologie: εἰς, πράσσω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσπράσσω: атт. εἰσπράττω, староатт. ἐσπράττω тж. med. взимать, взыскивать, собирать (τινά τι Isocr., Plut.): εἰσεπέπρακτο τὰς χιλίας δραχμὰς ὑπό τινος Dem. с него была взыскана кем-то тысяча драхм; μισθὸν εἰσπράττεσθαι τοὺς μανθάνοντας Luc. брать плату с учащихся; κακὸν δίκαιον εἰσεπράξατο Eur. он отплатил жестоко, но справедливо.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: - εἰσπράττω, «συνάζω» ὀφειλὰς ἢ φόρους, κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 18, Πλάτ. Νόμ. 949D, Δημ. 518, κτλ.· τινά, ἔκ τινος (προσώπου), ὅτι τοσοῦτον πλῆθος χρημάτων εἰσπράξασα τοὺς συμμάχους εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνήνεγκεν Ἰσοκρ. 111Ε, Δημ. 704. 7., 1227. 9. κτλ.· ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ἔδωκε καὶ οὐκ εἰσέπραξε τὸν δῆμον, δὲν τὰ ἐζήτησε παρὰ τοῦ δημοσίου, ψήφισμ. παρὰ Δημ. 265. 15: - Μέσ., εἰσπράττω δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω, ὡς εὖ κακὸν δίκαιον εἰσεπράξατο, κακὴν δίκην, Εὐρ. Ι. Τ. 559· ἀλλὰ τὸ μέσ. (μετὰ παθ. πρκμ.) συχνάκις ἐναλλάσσεται μετὰ τοῦ ἐνεργ., Δημ. 564, ἐν τέλει· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., πικρῶς εἰσπράττειν με, ὥσπερ καὶ παρὰ τῶν ἄλλων εἰσπέπρακται ὁ αὐτ. 939. 8: - Παθ. ἐπὶ χρημάτων, εἰσπράττομαι, τῷ θεῷ δὲ τὰ χρήματα εἰσπραττόμενα ὁ αὐτ. 347. 21, Συλλ. Ἐπιγρ. 158Α. 23, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, καὶ εἰσεπράσσετο δημοσίᾳ Αἰλ. Ποικίλ. Ἱστ. 12. 12 («ἐξ ἑτέρων διορθώσεως, ἀντὶ τοῦ ἐπιπράσκετο» Κοραῆς), Δημ. 900. 12.

Greek Monotonic

εἰσπράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, συγκεντρώνω ή ζητώ, απαιτώ χρέη, φόρους, οφειλές, σε Δημ.· τινά, από ένα πρόσωπο, στον ίδ. — Μέσ., ζητώ για τον εαυτό μου, έχω πληρωθεί, σε Ευρ. — Παθ., λέγεται για τα χρήματα, εισπράττομαι, σε Δημ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
to get in or exact debts, taxes, dues, Dem.; τινά from a person, Dem.:—Mid. to exact for oneself, have paid one, Eur.:—Pass., of the money, to be exacted, Dem.