Anonymous

εἰσωπός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui est en vue de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ὤψ]].
|btext=ός, όν :<br />qui est en vue de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ὤψ]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσωπός:''' [[находящийся лицом к лицу]]: εἰσωποὶ ἐγένοντο [[νεῶν]] Hom. они оказались перед кораблями.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσωπός:''' -όν (ὤψ), στραμμένος με το [[πρόσωπο]] προς μια [[κατεύθυνση]], εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο [[νεῶν]], (οι Αχαιοί) στάθηκαν αντικρύζοντας τα καράβια, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''εἰσωπός:''' -όν (ὤψ), στραμμένος με το [[πρόσωπο]] προς μια [[κατεύθυνση]], εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο [[νεῶν]], (οι Αχαιοί) στάθηκαν αντικρύζοντας τα καράβια, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσωπός:''' [[находящийся лицом к лицу]]: εἰσωποὶ ἐγένοντο [[νεῶν]] Hom. они оказались перед кораблями.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εἰσ-ωπός, όν [ὤψ]<br />in [[sight]] of, εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο [[νεῶν]] [the Greeks] stood [[facing]] the ships, Il.
|mdlsjtxt=εἰσ-ωπός, όν [ὤψ]<br />in [[sight]] of, εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο [[νεῶν]] [the Greeks] stood [[facing]] the ships, Il.
}}
}}