3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>α, ον :<br />divin :<br /><b>I.</b> qui concerne les dieux, de nature divine : [[θεία]] [[ὀμφή]] IL voix divine ; [[θεῖον]] [[γένος]] IL race divine ; <i>subst.</i><br /><b>1</b> τὸ [[θεῖον]] la divinité ; <i>au sens abstrait</i> nature, volonté <i>ou</i> puissance divine;<br /><b>2</b> τὰ [[θεῖα]] les choses divines, <i>càd</i> les actions divines, le culte des dieux, la religion;<br /><b>II.</b> d'origine divine : [[θεῖος]] [[ὄνειρος]] IL songe envoyé par les dieux ; [[μανία]] SOPH, [[νόσος]] SOPH folie, maladie envoyée par les dieux ; [[θεία]] [[μοῖρα]] XÉN intervention divine ; [[θεῖον]] [[πρῆγμα]] HDT événement où se marque l'intervention divine ; <i>particul.</i> assigné par les dieux : [[θεία]] [[τύχη]] HDT sort divin ; [[θεῖος]] [[νόμος]] THC loi divine;<br /><b>III.</b> consacré aux dieux : [[ἀγών]] IL, [[χορός]] OD jeu, danse en l'honneur des dieux ; <i>particul.</i> placé sous la protection des dieux;<br /><b>IV.</b> <i>p. ext.</i> divin, extraordinaire, merveilleux, supérieur, excellent : θεῖοι βασιλῆες OD rois semblables aux dieux ; <i>t. de respect</i> excellent : [[θεία]] [[κεφαλή]] PLAT homme excellent ; [[θεῖος]] (<i>lac.</i> [[σεῖος]]) [[ἀνήρ]] PLAT <i>à Sparte</i> homme considérable;<br /><i>Cp.</i> θειότερος, <i>Sp.</i> θειότατος.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />oncle paternel <i>ou</i> maternel.<br />'''Étymologie:''' R. Θε, nourrir ; cf. [[τήθη]], [[τηθίς]], etc. | |btext=<span class="bld">1</span>α, ον :<br />divin :<br /><b>I.</b> qui concerne les dieux, de nature divine : [[θεία]] [[ὀμφή]] IL voix divine ; [[θεῖον]] [[γένος]] IL race divine ; <i>subst.</i><br /><b>1</b> τὸ [[θεῖον]] la divinité ; <i>au sens abstrait</i> nature, volonté <i>ou</i> puissance divine;<br /><b>2</b> τὰ [[θεῖα]] les choses divines, <i>càd</i> les actions divines, le culte des dieux, la religion;<br /><b>II.</b> d'origine divine : [[θεῖος]] [[ὄνειρος]] IL songe envoyé par les dieux ; [[μανία]] SOPH, [[νόσος]] SOPH folie, maladie envoyée par les dieux ; [[θεία]] [[μοῖρα]] XÉN intervention divine ; [[θεῖον]] [[πρῆγμα]] HDT événement où se marque l'intervention divine ; <i>particul.</i> assigné par les dieux : [[θεία]] [[τύχη]] HDT sort divin ; [[θεῖος]] [[νόμος]] THC loi divine;<br /><b>III.</b> consacré aux dieux : [[ἀγών]] IL, [[χορός]] OD jeu, danse en l'honneur des dieux ; <i>particul.</i> placé sous la protection des dieux;<br /><b>IV.</b> <i>p. ext.</i> divin, extraordinaire, merveilleux, supérieur, excellent : θεῖοι βασιλῆες OD rois semblables aux dieux ; <i>t. de respect</i> excellent : [[θεία]] [[κεφαλή]] PLAT homme excellent ; [[θεῖος]] (<i>lac.</i> [[σεῖος]]) [[ἀνήρ]] PLAT <i>à Sparte</i> homme considérable;<br /><i>Cp.</i> θειότερος, <i>Sp.</i> θειότατος.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />oncle paternel <i>ou</i> maternel.<br />'''Étymologie:''' R. Θε, nourrir ; cf. [[τήθη]], [[τηθίς]], etc. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεῖος:'''<br /><b class="num">I</b> ὁ [[дядя]] Eur., Xen., Plat.: ὁ πρὸς μητρὸς θ. Isae. дядя по матери.<br /><b class="num">II</b> лак. [[σεῖος]] 3 [[θεός]]<br /><b class="num">1)</b> [[божественный]] ([[γένος]], [[ὀμφή]] Hom.; αἰτίαι, [[νοῦς]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[ниспосланный богом]] ([[ὄνειρος]] Hom.; [[νόσος]], [[μανία]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[врученный богом]] ([[σκῆπτρον]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> [[определенный богами]] ([[τύχη]] Her., Plut.; [[νόμος]] Thuc.; [[μοῖρα]] Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[отмеченный вмешательством богов]] ([[πρῆγμα]] Her.);<br /><b class="num">6)</b> [[охраняемый богами]] или [[построенный богами]], [[священный]] ([[πύργος]], sc. Ἰλίου Hom.);<br /><b class="num">7)</b> [[посвященный богам]], [[совершаемый в честь богов]] ([[ἀγών]], [[χορός]] Hom.);<br /><b class="num">8)</b> [[достойный богов]], [[великолепный]] ([[δόμος]], sc. Μενελάου Hom.);<br /><b class="num">9)</b> [[боговдохновенный]] ([[ἀοιδός]] Hom.);<br /><b class="num">10)</b> [[богоподобный]] (βασιλῆες Hom.; οἱ θειώτατοι τῶν [[ἀνδρῶν]] Arst.): «[[σεῖος]] [[ἀνήρ]]», φασι, … [[ὅταν]] ἀγασθῶσι [[σφόδρα]] του Arst. «[[богоподобный муж]]», [[говорят]] (лаконцы), … когда очень уважают кого-л.;<br /><b class="num">11)</b> [[хранимый богами]] или [[чтящий богов]], т. е. [[благочестивый]], [[честный]] ([[ὑφορβός]] Hom.): τέθνηκε [[θεῖον]] Ἰοκάστης [[κάρα]] Soph. скончалась благородная Иокаста;<br /><b class="num">12)</b> [[прекрасный]], [[превосходный]], [[замечательный]] (ἅλς, [[ποτόν]] Hom.);<br /><b class="num">13)</b> (в обращении) [[дорогой]], (мой) [[чудесный]] (ὦ θεῖε! Plat.): μετὰ σοῦ, τῆς θείας κεφαλῆς Plat. вслед за тобой, мой бесценный. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 39: | Line 42: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεῖος:''' -α, -ον, Επικ. [[θέειος]], [[θεήϊος]], Λακων. [[σεῖος]], συγκρ. και υπερθ. <i>θειότερος</i>, <i>-ότατος</i>, [[θεώτερος]], ως συγκρ. του <i>θεὸς</i> ([[θεός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που αναφέρεται ή προέρχεται από τους θεούς, [[θεόσταλτος]], αυτός που εκπορεύεται από αυτούς, [[θεϊκός]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· [[θεία]] [[νόσος]], λέγεται για το σίφουνα, σε Σοφ.· <i>θείᾳ τινὶ μοίρᾳ</i>, μέσω θεϊκής παρέμβασης, σε Ξεν.· ομοίως, [[θείῃ]] τύχῃ, σε Ηρόδ.· διορισμένος από το [[θέο]], [[εντεταλμένος]] του θεού, <i>βασιλῆες</i>, σε Ομήρ. Οδ.·<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος στο θεό, που υπάρχει ή προσφέρεται προς τιμήν του, [[ιερός]], σε Όμηρ.· αυτός που βρίσκεται υπό θεϊκή [[προστασία]], [[δόμος]], στον ίδ.· λέγεται για κήρυκες και αοιδούς, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> όπως το [[θεσπέσιος]], [[ἱερός]], Λατ. [[divinus]], χρησιμοποιείται για οτιδήποτε υπεράνθρωπο, εξωπραγματικό, εξωκοσμικό· λέγεται για ήρωες, υπεράνθρωπα [[δυνατός]], [[μεγάλος]], όμορφος, [[μεγαλοπρεπής]], [[ισχυρός]], κ.λπ., σε Όμηρ.· και ως απλή [[ένδειξη]] σεβασμού, [[εξαιρετικός]], <i>θεῖοςὑφορβός</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[θεῖα]] πρήγματα, υπέροχα πράγματα, σε Ηρόδ.· <i>ἐν τοῖσι θειότατον</i>, ένα από τα [[πλέον]] θεσπέσια πράγματα, στον ίδ.· ομοίως, [[θεῖος]] (ή καλύτερα [[σεῖος]]) [[ἀνήρ]], στη [[Σπάρτη]], ήταν [[τίτλος]] διάκρισης, σε Πλάτ., Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[θεῖον]], <i>τό</i>, το Υπέρτατο Ον, το [[θείο]] [[πρόσωπο]], ο [[θεός]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[θεῖα]], <i>τά</i>, θεϊκές ενέργειες, πράξεις και ιδιότητες των θεών, η [[πορεία]] της θείας πρόνοιας, σε Σοφ., Αριστοφ., κ.λπ.· θρησκευτικό [[τυπικό]], σε Ξεν.· [[ἔρρει]] τὰ [[θεῖα]], η [[θρησκεία]] έχει χάσει τη δύναμή της, έχει ξεπεραστεί, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[θείως]], μέσω θεϊκής πρόνοιας, σε Ξεν.· <i>θειοτέρως</i>, μέσω ειδικής θεϊκής πρόνοιας, μέσω της θείας Οικονομίας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[θεῖος]]:</b> ὁ, ο αδερφός της μητέρας ή του [[πατέρα]] κάποιου, [[θείος]], Λατ. [[patruus]] και [[avunculus]], σε Ευρ., κ.λπ. | |lsmtext='''θεῖος:''' -α, -ον, Επικ. [[θέειος]], [[θεήϊος]], Λακων. [[σεῖος]], συγκρ. και υπερθ. <i>θειότερος</i>, <i>-ότατος</i>, [[θεώτερος]], ως συγκρ. του <i>θεὸς</i> ([[θεός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που αναφέρεται ή προέρχεται από τους θεούς, [[θεόσταλτος]], αυτός που εκπορεύεται από αυτούς, [[θεϊκός]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· [[θεία]] [[νόσος]], λέγεται για το σίφουνα, σε Σοφ.· <i>θείᾳ τινὶ μοίρᾳ</i>, μέσω θεϊκής παρέμβασης, σε Ξεν.· ομοίως, [[θείῃ]] τύχῃ, σε Ηρόδ.· διορισμένος από το [[θέο]], [[εντεταλμένος]] του θεού, <i>βασιλῆες</i>, σε Ομήρ. Οδ.·<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος στο θεό, που υπάρχει ή προσφέρεται προς τιμήν του, [[ιερός]], σε Όμηρ.· αυτός που βρίσκεται υπό θεϊκή [[προστασία]], [[δόμος]], στον ίδ.· λέγεται για κήρυκες και αοιδούς, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> όπως το [[θεσπέσιος]], [[ἱερός]], Λατ. [[divinus]], χρησιμοποιείται για οτιδήποτε υπεράνθρωπο, εξωπραγματικό, εξωκοσμικό· λέγεται για ήρωες, υπεράνθρωπα [[δυνατός]], [[μεγάλος]], όμορφος, [[μεγαλοπρεπής]], [[ισχυρός]], κ.λπ., σε Όμηρ.· και ως απλή [[ένδειξη]] σεβασμού, [[εξαιρετικός]], <i>θεῖοςὑφορβός</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[θεῖα]] πρήγματα, υπέροχα πράγματα, σε Ηρόδ.· <i>ἐν τοῖσι θειότατον</i>, ένα από τα [[πλέον]] θεσπέσια πράγματα, στον ίδ.· ομοίως, [[θεῖος]] (ή καλύτερα [[σεῖος]]) [[ἀνήρ]], στη [[Σπάρτη]], ήταν [[τίτλος]] διάκρισης, σε Πλάτ., Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[θεῖον]], <i>τό</i>, το Υπέρτατο Ον, το [[θείο]] [[πρόσωπο]], ο [[θεός]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[θεῖα]], <i>τά</i>, θεϊκές ενέργειες, πράξεις και ιδιότητες των θεών, η [[πορεία]] της θείας πρόνοιας, σε Σοφ., Αριστοφ., κ.λπ.· θρησκευτικό [[τυπικό]], σε Ξεν.· [[ἔρρει]] τὰ [[θεῖα]], η [[θρησκεία]] έχει χάσει τη δύναμή της, έχει ξεπεραστεί, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[θείως]], μέσω θεϊκής πρόνοιας, σε Ξεν.· <i>θειοτέρως</i>, μέσω ειδικής θεϊκής πρόνοιας, μέσω της θείας Οικονομίας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[θεῖος]]:</b> ὁ, ο αδερφός της μητέρας ή του [[πατέρα]] κάποιου, [[θείος]], Λατ. [[patruus]] και [[avunculus]], σε Ευρ., κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |