Anonymous

θεῖος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>θεῑος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[divine]] Διὸς πρὸς ὄρνιχα [[θεῖον]] [[eagle]] (O. 2.88) “φὴρ [[θεῖος]]” [[Cheiron]] (P. 4.119) [[ἄστυ]] χρυσοθρόνου διανέμειν [[θεῖον]] Κυράνας (P. 4.261) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[god]] [[like]] ὁ [[θεῖος]] ἀνὴρ Antilochos (P. 6.38)
|sltr=<b>θεῖος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[divine]] Διὸς πρὸς ὄρνιχα [[θεῖον]] [[eagle]] (O. 2.88) “φὴρ [[θεῖος]]” [[Cheiron]] (P. 4.119) [[ἄστυ]] χρυσοθρόνου διανέμειν [[θεῖον]] Κυράνας (P. 4.261) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[god]] [[like]] ὁ [[θεῖος]] ἀνὴρ Antilochos (P. 6.38)
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (AM θεῑος, α-, -ον, Α επικ. τ. [[θέειος]] και [[θεήιος]], αιολ. τ. [[θήιος]], λακων. τ. [[σείος]])<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῖον [[γένος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή [[είναι]] αφιερωμένος σε θεό, [[ιερός]] («[[θεία]] [[λειτουργία]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει την [[προστασία]] του θεού ή τών θεών (α. «θείοι πατέρες» β. «θείων βασιλήων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνάμεις, [[υπερφυσικός]], [[τέλειος]], [[έξοχος]] («θεῑος [[ἀνήρ]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[θείο]](<i>ν</i>)<br />α) η [[θεότητα]], ο [[θεός]]<br />β) η [[θεία]] [[φύση]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[θεία]]<br />α) τα υπέργεια, τα μη εγκόσμια, τα ιερά και [[άγια]]<br />β) η [[θρησκεία]] («[[είναι]] αφοσιωμένος στα [[θεία]]»)<br />(μσν) <b>φρ.</b> «[[θεία]] ζωή» — η αιώνια ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (παπ. και <b>επιγρ.</b>) [[αυτοκρατορικός]] («θεῑος [[ὅρκος]]» — ο όρκος που δινόταν από τον αυτοκράτορα)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θεῖα</i><br />α) οι ενέργειες και ιδιότητες τών θεών<br />β) τα θρησκευτικά θέματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θείως]] και [[θεία]] (AM [[θείως]])<br /><b>1.</b> με θεϊκό τρόπο, με [[θεία]] [[πρόνοια]]<br /><b>2.</b> [[έξοχα]], [[λαμπρά]] (α. «μίλησε [[θεία]]» β. «[[θείως]] εἰρῆσθαι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θε</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> καταλ. -<i>ιος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θειότης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θειάζω]], [[θειόθεν]], [[θειώ]] (Ι) [[θειώδης]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Βλ. <i>θειο</i>-].<br /><b>(II)</b><br />και θειος, θηλ. [[θεία]] και θεια (AM θεῑος, θηλ. [[θεία]])<br />ο [[αδελφός]] ή η [[αδελφή]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας, [[καθώς]] και οι σύζυγοι τους, αντίστοιχα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[εξάδελφος]] ή η εξαδέλφη του [[πατέρα]] ή της μητέρας, [[καθώς]] και οι σύζυγοι τους, αντίστοιχα<br /><b>2.</b> (συν. σε [[συνεκφορά]] με γυναικείο όνομα ή [[επίθετο]]) [[προσφώνηση]] σε ηλικιωμένο άνθρωπο σε [[ένδειξη]] σεβασμού ή οικειότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θη</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i>. Συγγενές ως [[προς]] το θ. με τους αναδιπλασιασμένους τ. [[τήθη]] «[[γιαγιά]]» και [[τηθίς]] «[[θεία]]». Κατά το λατ. <i>pro</i>-<i>avus</i> «[[προπάππος]]» δημιουργήθηκε μτγν. αρχ. ελλ. τ. <i>πρό</i>-<i>θειος</i> «[[θείος]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας». Ο όρος [[θείος]] [[είναι]] γενικότερος από τους [[πάτρως]] «[[αδελφός]] του [[πατέρα]]» και [[μήτρως]] «[[αδελφός]] της μητέρας», που δηλώνουν επί [[πλέον]] και τον γονέα του οποίου ο [[θείος]] [[είναι]] [[αδελφός]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (AM θεῖος, α-, -ον, Α επικ. τ. [[θέειος]] και [[θεήιος]], αιολ. τ. [[θήιος]], λακων. τ. [[σείος]])<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῖον [[γένος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή [[είναι]] αφιερωμένος σε θεό, [[ιερός]] («[[θεία]] [[λειτουργία]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει την [[προστασία]] του θεού ή τών θεών (α. «θείοι πατέρες» β. «θείων βασιλήων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνάμεις, [[υπερφυσικός]], [[τέλειος]], [[έξοχος]] («θεῖος [[ἀνήρ]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[θείο]](<i>ν</i>)<br />α) η [[θεότητα]], ο [[θεός]]<br />β) η [[θεία]] [[φύση]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[θεία]]<br />α) τα υπέργεια, τα μη εγκόσμια, τα ιερά και [[άγια]]<br />β) η [[θρησκεία]] («[[είναι]] αφοσιωμένος στα [[θεία]]»)<br />(μσν) <b>φρ.</b> «[[θεία]] ζωή» — η αιώνια ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (παπ. και <b>επιγρ.</b>) [[αυτοκρατορικός]] («θεῖος [[ὅρκος]]» — ο όρκος που δινόταν από τον αυτοκράτορα)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θεῖα</i><br />α) οι ενέργειες και ιδιότητες τών θεών<br />β) τα θρησκευτικά θέματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θείως]] και [[θεία]] (AM [[θείως]])<br /><b>1.</b> με θεϊκό τρόπο, με [[θεία]] [[πρόνοια]]<br /><b>2.</b> [[έξοχα]], [[λαμπρά]] (α. «μίλησε [[θεία]]» β. «[[θείως]] εἰρῆσθαι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θε</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> καταλ. -<i>ιος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θειότης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θειάζω]], [[θειόθεν]], [[θειώ]] (Ι) [[θειώδης]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Βλ. <i>θειο</i>-].<br /><b>(II)</b><br />και θειος, θηλ. [[θεία]] και θεια (AM θεῖος, θηλ. [[θεία]])<br />ο [[αδελφός]] ή η [[αδελφή]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας, [[καθώς]] και οι σύζυγοι τους, αντίστοιχα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[εξάδελφος]] ή η εξαδέλφη του [[πατέρα]] ή της μητέρας, [[καθώς]] και οι σύζυγοι τους, αντίστοιχα<br /><b>2.</b> (συν. σε [[συνεκφορά]] με γυναικείο όνομα ή [[επίθετο]]) [[προσφώνηση]] σε ηλικιωμένο άνθρωπο σε [[ένδειξη]] σεβασμού ή οικειότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θη</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i>. Συγγενές ως [[προς]] το θ. με τους αναδιπλασιασμένους τ. [[τήθη]] «[[γιαγιά]]» και [[τηθίς]] «[[θεία]]». Κατά το λατ. <i>pro</i>-<i>avus</i> «[[προπάππος]]» δημιουργήθηκε μτγν. αρχ. ελλ. τ. <i>πρό</i>-<i>θειος</i> «[[θείος]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας». Ο όρος [[θείος]] [[είναι]] γενικότερος από τους [[πάτρως]] «[[αδελφός]] του [[πατέρα]]» και [[μήτρως]] «[[αδελφός]] της μητέρας», που δηλώνουν επί [[πλέον]] και τον γονέα του οποίου ο [[θείος]] [[είναι]] [[αδελφός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm