Anonymous

θρασύς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εῖα, ύ;<br /><b>I.</b> <i>en b. part</i> :<br /><b>1</b> hardi, résolu, courageux : [[πόλεμος]] [[θρασύς]] IL combat hardi ; θρασεῖαι χεῖρες IL mains hardies ; [[ἐν]] [[τῷ]] ἔργῳ [[θρασύς]] HDT hardi dans son entreprise;<br /><b>2</b> <i>simpl.</i> confiant : ἐλπὶς θρασεῖα [[τοῦ]] μέλλοντος THC espérance confiante dans l'avenir ; qui inspire la confiance : [[οὐκ]] ἆρ’ ἐκείνῳ γ’ οὐδὲ προσμίξαι θρασύ ; SOPH n’est-il donc pas sûr de l'aborder ?;<br /><b>II.</b> <i>en mauv. part</i> :<br /><b>1</b> audacieux, arrogant, effronté;<br /><b>2</b> aventureux;<br /><i>Cp.</i> θρασύτερος.<br />'''Étymologie:''' [[θάρσος]].
|btext=εῖα, ύ;<br /><b>I.</b> <i>en b. part</i> :<br /><b>1</b> hardi, résolu, courageux : [[πόλεμος]] [[θρασύς]] IL combat hardi ; θρασεῖαι χεῖρες IL mains hardies ; [[ἐν]] [[τῷ]] ἔργῳ [[θρασύς]] HDT hardi dans son entreprise;<br /><b>2</b> <i>simpl.</i> confiant : ἐλπὶς θρασεῖα [[τοῦ]] μέλλοντος THC espérance confiante dans l'avenir ; qui inspire la confiance : [[οὐκ]] ἆρ’ ἐκείνῳ γ’ οὐδὲ προσμίξαι θρασύ ; SOPH n’est-il donc pas sûr de l'aborder ?;<br /><b>II.</b> <i>en mauv. part</i> :<br /><b>1</b> audacieux, arrogant, effronté;<br /><b>2</b> aventureux;<br /><i>Cp.</i> θρασύτερος.<br />'''Étymologie:''' [[θάρσος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θρᾰσύς:''' εῖα, ύ<br /><b class="num">1)</b> [[смелый]], [[отважный]], [[храбрый]] ([[Ἓκτωρ]] Hom.; [[καρδία]] Pind.; [[πούς]] Arph.): ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος Thuc. твердая надежда на будущее;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. [[дерзкий]], [[высокомерный]], [[наглый]] ([[Ὀδυσσεύς]] Hom.; ἐν τοῖς λόγοις и γλώσσῃ Soph. или ἐπὶ τῶν λόγων Dem.; πονηρὸς καὶ θ. Arph.): τὸ μὴ θρασύ Aesch. смирение;<br /><b class="num">3)</b> [[на который можно осмелиться]], [[не внушающий страха]], [[не представляющий опасности]]: θρασύ μοι τόδ᾽ [[εἰπεῖν]] Pind. я смею это сказать; οὐκ ἆρ᾽ ἐκείνῳ οὐδὲ προσμῖξαι θρασύ; Soph. что же, к нему и приблизиться опасно?
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρᾰσύς:''' -εῖα, -ύ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γενναίος]], [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], αυτός που έχει [[πίστη]] και [[πεποίθηση]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>θρασεῖα τοῦ μέλλοντος</i>, γεμάτη [[ελπίδα]] για το [[μέλλον]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[παράτολμος]], [[ορμητικός]], [[ριψοκίνδυνος]], [[αδιάντροπος]], [[θρασύς]], Λατ. [[audax]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτά που επιχειρούνται, με απαρ., θρασύ μοι τόδ' [[εἰπεῖν]], [[τολμώ]] να πω αυτό, σε Πίνδ.· <i>οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ προσμῖξαι θρασύ;</i> σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-έως</i>· συγκρ. [[θρασύτερον]], παράτολμα, με [[θάρρος]] περισσότερο από όσο πρέπει, σε Θουκ.
|lsmtext='''θρᾰσύς:''' -εῖα, -ύ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γενναίος]], [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], αυτός που έχει [[πίστη]] και [[πεποίθηση]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>θρασεῖα τοῦ μέλλοντος</i>, γεμάτη [[ελπίδα]] για το [[μέλλον]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[παράτολμος]], [[ορμητικός]], [[ριψοκίνδυνος]], [[αδιάντροπος]], [[θρασύς]], Λατ. [[audax]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτά που επιχειρούνται, με απαρ., θρασύ μοι τόδ' [[εἰπεῖν]], [[τολμώ]] να πω αυτό, σε Πίνδ.· <i>οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ προσμῖξαι θρασύ;</i> σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-έως</i>· συγκρ. [[θρασύτερον]], παράτολμα, με [[θάρρος]] περισσότερο από όσο πρέπει, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''θρᾰσύς:''' εῖα, ύ<br /><b class="num">1)</b> [[смелый]], [[отважный]], [[храбрый]] ([[Ἓκτωρ]] Hom.; [[καρδία]] Pind.; [[πούς]] Arph.): ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος Thuc. твердая надежда на будущее;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. [[дерзкий]], [[высокомерный]], [[наглый]] ([[Ὀδυσσεύς]] Hom.; ἐν τοῖς λόγοις и γλώσσῃ Soph. или ἐπὶ τῶν λόγων Dem.; πονηρὸς καὶ θ. Arph.): τὸ μὴ θρασύ Aesch. смирение;<br /><b class="num">3)</b> [[на который можно осмелиться]], [[не внушающий страха]], [[не представляющий опасности]]: θρασύ μοι τόδ᾽ [[εἰπεῖν]] Pind. я смею это сказать; οὐκ ἆρ᾽ ἐκείνῳ οὐδὲ προσμῖξαι θρασύ; Soph. что же, к нему и приблизиться опасно?
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj